Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προβώμιος

См. также в других словарях:

  • προβώμιος — before masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβώμιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πριν από τον βωμό ή αυτός που γίνεται μπροστά σε βωμό («φράζειν ἅ μὴ θέλουσιν ή προβωμίοις σφαγαῑσι μήλων ἢ δι οἰκνῶν πτεροῑς», Ευρ.) 2. ο τοποθετημένος πριν από άλλους σε βωμό ως προκαταρκτική θυσία 3. (το ουδ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • προβώμιον — προβώμιος before masc/fem acc sg προβώμιος before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβωμίοις — προβώμιος before masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβωμίων — προβώμιος before masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»