-
1 προβατεών
προβατεώνsheep-pen: masc nom /voc sg -
2 προβατέων
προβατεύςmasc gen plπροβατέω̆ν, προβατεύςmasc gen pl -
3 προβατεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβατεών
-
4 προβατεώνος
-
5 προβατεῶνος
-
6 προβατών
A = προβατεών, IG11(2).287 A149, al. (iii B.C.), PCair.Zen.68.2 (iii B.C.), Inscr.Délos 403.51 (ii B.C.), Hdn.Gr.1.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβατών
См. также в других словарях:
προβατεών — sheep pen masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατεών — ώνος, ὁ, Α βλ. προβατών … Dictionary of Greek
προβατέων — προβατεύς masc gen pl προβατέω̆ν , προβατεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατεῶνος — προβατεών sheep pen masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατών — και προβατεών, και προβατιών, ῶνος, ό, Α μάνδρα προβάτων, μαντρί, στάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον / προβάτιον + κατάλ. εών / ών (πρβλ. βοσκ εών)] … Dictionary of Greek