-
1 προαπαγορεύω
προ-απ-αγορεύω, sich vorher lossagen, vorher müde werden; vorher absagen, aufkündigen -
2 προ-απ-αυδάω
προ-απ-αυδάω, = προαπαγορεύω; M. Ant. 6, 29; Plut. öfter.
-
3 προ-απ-εῖπον
προ-απ-εῖπον, aor. zu προαπαγορεύω, Isocr. 4, 171, vorher müde werden, ablassen; so auch προαπείρηκα, epist. 1, 1. – Med. προαπειπάμην φιλίαν, vorher absagen, Pausan.
См. также в других словарях:
προαπαγορεύω — ΝΑ απαγορεύω κάτι εκ τών προτέρων ως παράνομο αρχ. 1. κουράζομαι πριν από το τέλος («νῡν δὲ με τὸ γῆρας ἐμποδίζει καὶ ποιεῑ προαπαγορεύειν», Ισοκρ.) 2. (για επιγραφές) εξαφανίζομαι εκ τών προτέρων 3. μέσ. προαπαγορεύομαι απαρνούμαι, αποκηρύσσω… … Dictionary of Greek
προαπαγορεύσῃ — προαπαγορεύω give in aor subj mid 2nd sg προαπαγορεύω give in aor subj act 3rd sg προαπαγορεύω give in fut ind mid 2nd sg προαπαγορεύσῃ , προαπαγορεύω give in aor subj mid 2nd sg προαπαγορεύσῃ , προαπαγορεύω give in aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπαγορεύειν — προαπαγορεύω give in pres inf act (attic epic) προαπαγορεύειν , προαπαγορεύω give in pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπαγορεύοιεν — προαπαγορεύω give in pres opt act 3rd pl προαπαγορεύοιεν , προαπαγορεύω give in pres opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπαγορεύων — προαπαγορεύω give in pres part act masc nom sg προαπαγορεύων , προαπαγορεύω give in pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπηγορευμένον — προαπαγορεύω give in perf part mp masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) προαπηγορευμένον , προαπαγορεύω give in perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προαπαγόρευση — η, Ν [προαπαγορεύω] η εκ τών προτέρων απαγόρευση … Dictionary of Greek
προαπηγόρευσεν — προαπαγορεύω give in aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπηγόρευτο — προαπαγορεύω give in plup ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)