-
1 προαγων
1) подготовительная борьба, пробное состязание(ἀγῶνες καὴ προάγωνες Plat.)
2) приготовление, подготовка(προάγωνες τῆς γραφῆς Dem.)
-
2 προάγων
προάγων, προάγωlead forward: pres part act masc nom sgπροάγωνmasc nom /voc sg -
3 προαγών
A a ceremonial parade of actors, etc., preceding dramatic contests at Athens, Aeschin.3.67 (cf. Sch.ad loc.), IG22.780.16 (pl.), Vit.Eur.; title of play by Ar., cf. Fr. 461, al.2 preliminary contest,προαγῶνας προαγωνιστέον Pl.Lg. 796d
, cf.IG12(9).189.23 (Eretria, iv B.C.), Philostr.Gym.11: metaph., . ( προάγων acc. to Hdn. Gr.1.24, 2.729.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαγών
-
4 προαγών
προαγώνa ceremonial parade of actors: masc nom /voc sg -
5 προάγων
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προάγων
-
6 προάγων
προ-άγων, ωνος, ὁ, Vorkampf, Vorübung, Vorbereitung -
7 προάγωνα
προάγωνmasc acc sg -
8 προάγωνας
προάγωνmasc acc pl -
9 προάγωνε
προάγωνmasc nom /voc /acc dual -
10 προάγωνες
προάγωνmasc nom /voc pl -
11 προάγωνι
προάγωνmasc dat sg -
12 προάγωνος
προάγωνmasc gen sg -
13 προαγωνίζομαι
A fight before, ἐξ ὧν προηγώνισθε from the contests you have before had, Th.4.126;π. περί τινος D.S.19.26
; οὐ προηγωνισμένη δύναμις not having been engaged before, Hdn.3.7.6:—[voice] Pass.,οἱ προηγωνισμένοι ἀγῶνες Plu.Arist.12
;τὰ μὲν οὖν τῶν λόγων προηγώνιστο αὐτοῖς Luc.Eun.4
.II fight in front of, ; : abs., Ph.2.379; fight for or in defence of another, ib. 177, Plu.Flam.11, etc.; plead in behalf of, c. acc. cogn.,π. Ἀθηναίων οὐ μικρὸν ἀγώνισμα Philostr.VS1.18.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαγωνίζομαι
-
14 προαγώνισμα
A previous contest,π. ναυμαχίας App.Syr.22
, cf. Dexipp.Hist.Fr. 26J.(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαγώνισμα
-
15 προαγωνιστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαγωνιστέον
-
16 προαγωνιστής
A one who fights for another, champion, Str. 16.4.25, Ph.2.312, 542, Luc.Salt.14, Jul.Or.2.87a;π. τῆς δημοκρατίας Poll.4.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαγωνιστής
-
17 προάγω
Aπροῆχα D.19.18
, 25.8, Paus.3.11.10 :—[voice] Med., v. infr.: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, v. infr. 1.7 :— lead forward or onward,μιν ἐς τὰ οἰκία Hdt.3.148
, etc.; escort on their way, Id.8.132;τοὺς πεζοὺς οὐ πολλὴν ὁδόν X.Cyr.3.3.23
:—[voice] Pass., to be led on, .2 carry on,αἱμασιάν D.55.27
; produce, Plot.3.7.6 :—[voice] Pass., [τάξις] εἰς ὀξὺ προηγμένη brought to a point, Arr.Tact.16.8.b bring on in age, etc.,προῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος εἰς ὥραν X.Cyr.1.4.4
:—[voice] Pass., ἐπὶ πλείω προῆκται τῆς κατ' ἰητρικὴν ἐπιμελείας belong to more advanced medical study, Hp.Medic.13.3 bring forward, νεκρόν εἰς τὸ φανερόν, τι εἰς τὸ πρόσθεν, Pl.Lg. 960a, Plt. 262c;τὴν φύσιν εἰς φῶς πᾶσιν Id.Ep. 341d
;βουλὴν ἀπόρρητον εἰς φῶς ἡλίου Plu.2.552d
; οἱ προαγαγόντες εἰς φῶς, = οἱ γονεῖς, Poll.3.8, cf. Hld.7.23; call up an apparition, Thessal. in Cat.Cod.Astr.8(3).137.b bring before a tribunal, SIG 826G 22 (ii B.C., [voice] Pass.);π. δάνειον POxy.1562.14
(iii A.D.).4 lead on, induce, persuade,δόλῳτινὰς π. Hdt.9.90
;ὡς ἡχρεία προάγει Th.3.59
: with inf. added, κινδυνεύειν τινὰ π. ib.45; : with Preps.,π. θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Thgn. 386
(nisi leg. παράγει); τινὰς ἐς λόγους Pl.Ti. 22a
;εἰς μῖσος X.HG 3.5.2
; τὰς συγγενείας εἰς ἔχθραν, εἰς ἄνοιαν τὴν πόλιν, Isoc.4.174, 8.121;εἰς ὀργὴν ἢ φθόνον ἢ ἔλεον Arist.Rh. 1354a25
; εἰς γέλωτα ib. 1415a37; τινὰ ἐπ' ἀρετήν, opp. προτρέψασθαι, X.Mem.1.4.1;πάντας ἐκ.. πολέμων ἐπὶ τὴν ὁμόνοιαν Isoc.5.141
;πρὸς.. κακίας ὑπερβολήν D. 20.36
;ἐμαυτὸν εἰς ἀπέχθειαν Id.23.1
:—[voice] Med., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά move one to laughter, Hdt.2.121.δ'; τὴν ὑγρότητα αὐτῶν τοῦ ἤθους εἰς ἔλεον Lycurg.33
;προαξόμεθ'.. εἰς ἀνάγκην D.5.14
: c.inf.,τοῦτο πολεμίους προάγεται ἁμαρτάνειν X.Eq.Mag.5.15
, cf. Aeschin.3.117, Arist.Pol. 1270b2:—freq. in [voice] Pass.,προαχθέντας εἰς φιλοποσίαν X. Mem.1.2.22
;εἰς τοῦτ' ὀργῆς προήχθησαν ὥστε.. Isoc.20.8
: c. inf., , cf. 18.269, Arist.Ph. 194a31;προάγεται λαλεῖν Men.164
;πολλὰ προηγμένον πρᾶξαι D.5.23
, etc.5 carry forward, advance, π. τὴν πόλιν lead it on to power, Th.6.18, D.19.18; π. αὐτὴν (sc. τὴν ἀρχὴν)ἐς τόδε Th.1.75
, cf. Arist. Pol. 1274a10;λόγοισι προάγει.., ἔργοισι δ' οὐδὲ κινεῖ Cratin.300
; οὕτω μέχρι πόρρω προήγαγον [τὴν ἔχθραν] carried it so far, D.18.163;π. [τὰ πράγματα] ἐπὶ τὸ βέλτιον Id.Prooem.38
, etc.; τὴν πραγματείαν π. εἰς τὸ πρόσθεν promote the study, Aristox.Fr.Hist.81; [ τὰ μαθήματα] Arist.Metaph. 985b24;τὰς τέχνας Id.SE 183b29
, cf. Po. 1449a13; π. καὶ διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ περιγραφῇ carry on and complete.., Id.EN 1098a22, cf. Pol. 1282b35:—[voice] Med.,ἐς τοῦτο [τὰ Περσέων πρήγματα] προηγάγοντο Hdt.7.50
:—[voice] Pass., increase, become rife, D.19.266.b of persons, promote or prefer to honour, , cf. Plb.12.13.6, etc.; τινὰς εἰς δόξαν, ἐφ' ἡγεμονίας, Plu.Them.7, Galb.20, etc.;ἐπὶ μέγα προαχθῆναι Luc.Alex.55
.c prefer in the way of choice, esp. in [voice] Pass.,αἱ προηγμέναι φυλαί J.AJ4.8.44
: προηγμένος distinguished, outstanding,ὥρα Philostr.
Jun.Im.Praef.6 in Stoic Philos., of things neither good nor bad but promoted or advanced above the zero point of indifference,προηγμένον.. ὃ ἀδιάφορον <ὂν> ἐκλεγόμεθα Zeno Stoic.1.48
, cf. Aristo ib.83, Chrysipp.ib.3.28, etc.; cf. ἀποπροάγω.7 in [tense] pf. [voice] Pass. with med. sense, οὕτω προῆκται τοὺς παῖδας ὥστε.. has had them brought up in such a way that.., D.54.23: also in pass. sense,ἐπιεικῶς τοῖς ἔθεσι προηγμένοι Arist. EN 1180a8
.8 pronounce a discourse,κατὰ θεωρίαν π. πάντα Philostr.VS2.9.3
; αἱ κατὰ σχῆμα προηγμέναι τῶν ὑποθέσεων ib.2.4.2.II intr., lead the way, go before, ;σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην Id.Phd. 90b
, cf. X.An.6.5.6, etc.: with acc. added, προῆγε πολὺ πάντας dub. in J.BJ6.1.6 (leg. πάντων): of a commander, lead an advance, push forward, Plb.2.65.1,3.35.1, etc.2 metaph., ὁ προάγων λόγος the preceding discourse, Pl.Lg. 719a;αἱ π. γραφαί J.AJ19.6.2
;ὁ π. μήν PSI5.450.59
(ii A.D.).3 go on, advance, ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι Decr. ap. D.18.181;ἐκ τῶν ἀσαφεστ έρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα Arist.Ph. 184a19
;πόρρω π. ὕβρεως Clearch.6
( τὸ ἔργον προῆγε ([etym.] ν) is v.l. for προσῆγε in Hdt.9.92);πᾶς ὁ προάγων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ 2 Ep.Jo.9
: of Time,τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης Plb.18.8.1
; reach, attain to,εἰς τὰς ὀκτὼ μυριάδας Phld.Ind.Sto. 32
. -
18 προάγω
προάγω impf. προῆγον; fut. προάξω; 2 aor. προήγαγον; 1 aor. pass. προήχθην LXX (Hdt.+).① trans. to take or lead from one position to another by taking charge, lead forward, lead or bring out τινά someone: προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω after he had led them out Ac 16:30 (Diod S 4, 44, 3 τῆς φυλακῆς προαγαγεῖν=lead out of the prison). αὐτοὺς προαγαγεῖν εἰς τὸν δῆμον 17:5 (Jos., Ant. 16, 320 εἰς τὸ πλῆθος). Cp. 12:6 (Jos., Ant. 2, 105 al.).—In the language of the law-court bring before (Jos., Bell. 1, 539, Ant. 16, 393; Just. A I, 21, 3.—ἐπί 3) Ac 25:26.② intr. to move ahead or in front of, go before, lead the way, precedeⓐ in place τινά go before someone (2 Macc 10:1; B-D-F §150; Rob. 477) Mt 2:9 (GJs 21:3); 21:9; AcPl Ha 3, 29. Abs. (Diod S 17, 19, 1 προῆγε=he pushed on; Jos., Bell. 1, 673, Ant. 14, 388) Mt 21:9 v.l.; Mk 11:9 (opp. ἀκολουθεῖν); Lk 18:39. Walk ahead of those who are going slowly and w. hesitation ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς … οἱ δὲ ἀκολουθοῦντες Mk 10:32. κατὰ πόλιν με προῆγον they went before me from city to city IRo 9:3.—In imagery πᾶς ὁ προάγων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ anyone who goes too far and does not remain in the teaching 2J 9. Of πίστις (cp. Aberciusins. 12 πίστις προῆγε), which is followed by ἐλπίς (ἐπακολουθεῖν), προαγούσης τῆς ἀγάπης love leads the way Pol 3:3.ⓑ in time go or come ahead of someone w. acc. of pers. προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν go on ahead of him to the other shore Mt 14:22. προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν I will go on ahead of you to Galilee 26:32; Mk 14:28 (CEvans, JTS 5, ’54, 3–18); cp. Mt 28:7; Mk 16:7. Without acc. (which can be supplied fr. the ἕως-clause [cp. SIG 684, 25]) προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν Mk 6:45. οἱ τελῶναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ the tax-collectors will get into the kingdom of God ahead of you Mt 21:31. Fig. of sins προάγουσαι εἰς κρίσιν they go ahead of (sinners) to judgment 1 Ti 5:24 (cp. Oenomaus in Eus., PE 5, 24, 1 εἰς τ. κρίσιν προάγειν=‘come before the court’).—πάντα τὰ προάγοντα everything that had gone before MPol 1:1. κατά τὰς προαγούσας προφητείας in accordance with the prophecies that were made long ago (i.e. in reference to Timothy) 1 Ti 1:18 (IG XII/3, 247 τὰ προάγοντα ψαφίσματα; PFlor 198, 7 [III A.D.] κατὰ τὸ προάγον ἔθος; POxy 42, 3 ἡ πανήγυρις προάγουσα; Just., D. 33, 1 καὶ τὰ ἐπαγόμενα καὶ τὰ προάγοντα [in the psalm]). ἀθέτησις προαγούσης ἐντολῆς Hb 7:18 (ἀθέτησις 1).—M-M. TW. -
19 προ-άγων
προ-άγων, ωνος, ὁ, so nach Arcad. p. 10, 20, nicht προαγών zu betonen, Vorkampf, Vorübung, Vorbereitung, Plat. Legg. VII, 796 d; προάγωνας ἀεὶ κατασκευάζων ἑαυτῷ τῆςδε τῆς γραφῆς, Dem. 22, 59, zu diesem Proceß; Plut. Brut. 39.
-
20 προαγω
1) med. вести вперед(τοὺς πεζούς Xen.)
τὸν νεκρὸν π. Plat. — нести покойника2) выводить (наружу)(τινά NT.)
3) приводить, доводить(τινὰ ἐς τὰ οἰκία Her.)
ὡς προῆγεν (τὸν Κῦρον) ὅ χρόνος εἰς ὥραν τοῦ πρόσηβον γενέσθαι Xen. (досл.) — когда время привело Кира к юношескому возрасту;προήχθη εἰπεῖν Arst. — (Эврипид) договорился (до странной мысли)4) вводить, побуждать, склонять(ἀνθρώπους ἐπ΄ ἀρετήν Xen.)
π. τινὰ περί τινος εἰς λόγους Plat. — заставлять кого-л. говорить о чем-л.;ὡς χρεία προάγει Thuc. — как требует необходимость;π. τινὰ εἰς ὀργέν ἢ φθόνον ἢ ἔλεον Arst. — внушать кому-л. гнев, недоброжелательность или жалость;κινδυνεύειν τινὰ π. Thuc. — толкать кого-л. на риск;ἐς γέλωτά τινα προαγαγεῖν Arst. (προαγαγέσθαι Her.) — рассмешить кого-л.;εἰς τοῦτο προαγαγέσθαι τι Her. — довести что-л. до такой степени;προαχθῆναι γράφειν διά τι Polyb. чем-л. — быть побужденным к описанию (событий)5) продвигать вперед, возвышать, возвеличивать, усиливать(τέν πόλιν Thuc.; τὰ μαθήματα Arst.)
προαγαγεῖν εἰς δόξαν τινά Plut. — прославить кого-л.;πολλοὺς προαγαγεῖν ἐφ΄ ἡγεμονίας Plut. — назначить многих (солдат) на командные посты;ἐπὴ μέγα προαχθῆναι παρά τινι Luc. — быть высоко вознесенным благодаря кому-л.6) выпускатьπ. δάκρυα Eur. — проливать слезы;
π. καρπούς Arst. — приносить плоды7) идти вперед, продвигаться(ἐπὴ τέν θάλατταν Polyb.)
σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην Plat. — так как ты шел вперед, то я (за тобой) следовал;τῆς ἡμέρος ἤδη προαγούσης Polyb. — так как день уже продвинулся, т.е. было уже поздно;ἐκ τῶν ἀσαφεστέρων ἐπὴ τὰ σαφέστερα π. Arst. — продвигаться от менее ясного к более ясному8) идти впередиπ. τινὰ εἰς τόπον τινά NT. — раньше кого-л. войти куда-л.9) предшествовать (во времени)ὁ προάγων λόγος Plat. — ранее сказанное
10) med. выращивать, воспитывать(παῖδας Dem.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προάγων — προάγω lead forward pres part act masc nom sg προάγων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγών — a ceremonial parade of actors masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγών — και προάγων, ωνος, ο, ΝΑ, και προαγώνας Ν (στην αρχ. Αθήνα) η παρουσίαση τής υπόθεσης τών δραμάτων αλλά και τών υποκριτών από τον δραματουργό λίγες μέρες πριν από τη διδασκαλία τών τραγωδιών, η οποία γινόταν στο ωδείο («ὅτ ἧν τῷ Ἀσκληπιῷ ἡ θυσία… … Dictionary of Greek
προαγῶνα — προαγών a ceremonial parade of actors masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγῶνας — προαγών a ceremonial parade of actors masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγῶνες — προαγών a ceremonial parade of actors masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγῶνι — προαγών a ceremonial parade of actors masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγῶνος — προαγών a ceremonial parade of actors masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάγωνα — προάγων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάγωνας — προάγων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάγωνε — προάγων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)