-
1 πριστός
-
2 πριστός
-
3 εὔ-πριστος
εὔ-πριστος, leicht zu zersägen, Hippocr.; Theophr.
-
4 δύς-πριστος
δύς-πριστος, schwer zu zersägen, Theophr.
-
5 νεό-πριστος
νεό-πριστος, frisch zersägt, zerschnitten, Od. 8, 404, vom Elfenbein.
-
6 διά-πριστος
διά-πριστος, zersägt, ϑύρα Poll. 10, 24.
-
7 ἄ-πριστος
ἄ-πριστος, ungesägt, Qu. Sm. 12, 137.
-
8 ἄπριστος
-
9 διάπριστος
-
10 δύςπριστος
-
11 εὔπριστος
-
12 νεόπριστος
νεό-πριστος, frisch zersägt, zerschnitten
См. также в других словарях:
πριστός — sawn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστός — ή, ό / πριστός, ή, όν, ΝΑ 1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος 2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός αρχ. 1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει 2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» στιλβωμένο ελεφάντινο οστό,… … Dictionary of Greek
πριστόν — πριστός sawn masc acc sg πριστός sawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστοῖς — πριστός sawn masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστοῖσι — πριστός sawn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστοί — πριστός sawn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστοῦ — πριστός sawn masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστή — πριστός sawn fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστῶ — πριστός sawn masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριστῷ — πριστός sawn masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόπριστος — νεόπριστος, ον (Α) (επικ. τ.) αυτός που πριονίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πριστος (< πρίω «πριονίζω»), πρβλ. εύ πριστος] … Dictionary of Greek