Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρηΰνω

См. также в других словарях:

  • πρηύνω — πρηΰνω , πραύνοος of gentle mind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (ionic) πρηύ̱νω , πραύνω make soft aor subj act 1st sg (ionic) πρηύ̱νω , πραύνω make soft pres subj act 1st sg (ionic) πρηύ̱νω , πραύνω make soft pres ind act 1st sg (ionic) πρηύ̱νω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηΰνω — Α ιων. τ. βλ. πραΰνω …   Dictionary of Greek

  • καταπρηΰνω — (Α) ιων. τ. τού καταπραΰνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρηΰνω (ιων. τ. τού πραΰνω «καθησυχάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • πραΰνω — ΝΑ, πρααίνω Ν, ιων. τ. πρηΰνω Α [πράος / πραΰς] καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω, χαλαρώνω, καθησυχάζω αρχ. 1. (σχετικά με ζώα) εξημερώνω 2. παθ. πραΰνομαι ησυχάζω, κοιμάμαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»