-
1 πρηκτήρ
πρηκτήρ, ὁ, ion. = πρακτήρ; Il. 9, 443 μύϑων δὲ ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων; Od. 8, 162.
-
2 πρακτήρ
См. также в других словарях:
πρηκτήρ — ὁ, Α ιων. τ. βλ. πρακτήρ … Dictionary of Greek
πρηκτήρ — πρακτήρ doer masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτήρ — ήρος, ιων. τ. πρηκτήρ, ὁ, Α 1. αυτός που πράττει κάτι, εκτελεστής 2. πράκτορας, εισπράκτορας φόρων 3. πληθ. οἱ πρακτῆρες έμποροι, πραματευτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα τήρ (πρβλ. φρακ τήρ)] … Dictionary of Greek