-
1 πρακτήρ
-
2 πρακτήρ
-
3 πρηκτήρ
πρηκτήρ, ὁ, ion. = πρακτήρ; Il. 9, 443 μύϑων δὲ ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων; Od. 8, 162.
-
4 πράκτωρ
πράκτωρ, ορος, ὁ, poet. statt πρακτήρ, Thäter, Vollbringer; Ζεὺς ὅτου πράκτωρ φανῇ, Soph. Trach. 250. – Bes. der eine schuldige Buße, Sühne eintreibt; αἵματος, Rächer, Aesch. Eum. 309; πέμπει σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι, Ag. 111, φόνου ποτ' αὐτὸν πράκτορ' ἵζεσϑαι πατρός, Soph. El. 941; auch in Prosa, τῶν ἀκουσίων, Antiph. 3 β 6. 6, 49. – In Athen eine Obrigkeit, welche die Eintreibung der Abgaben und Steuern zu besorgen hatte, Dem. 25, 28 u. A.; vgl. Böckh Staatshaush. p. 167. 403.
-
5 πράκτης
См. также в других словарях:
πρακτήρ — πρᾱκτήρ , πρακτήρ doer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτήρ — ήρος, ιων. τ. πρηκτήρ, ὁ, Α 1. αυτός που πράττει κάτι, εκτελεστής 2. πράκτορας, εισπράκτορας φόρων 3. πληθ. οἱ πρακτῆρες έμποροι, πραματευτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα τήρ (πρβλ. φρακ τήρ)] … Dictionary of Greek
πρηκτῆρα — πρακτήρ doer masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηκτῆρας — πρακτήρ doer masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηκτῆρες — πρακτήρ doer masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηκτῆρος — πρακτήρ doer masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηκτήρ — πρακτήρ doer masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
πράκτης — και, ιων. τ., πρήκτης, ὁ, Α 1. πρακτήρ* 2. (ο ιων. τ.) ὁ πρήκτης προδοτικός, άπιστος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα της (πρβλ. φράκ της)] … Dictionary of Greek
πράκτορας — ο, η / πράκτωρ, ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α νεοελλ. 1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων,… … Dictionary of Greek
πρακτήριος — ον, ΜΑ [πρακτήρ] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρακτήριον πρακτική, δραστηριότητα αρχ. δραστήριος, αποτελεσματικός, δραστικός … Dictionary of Greek