-
1 πρεσβῦτις
-
2 πρεσβῦτις
πρεσβῦτις, ιδος, ἡ, die Alte -
3 ἐπι-πέμπω
ἐπι-πέμπω, hinschicken, zuschicken; ἄλλην στρατιάν Thuc. 7, 15; πρὸς τὸ στράτευμα ἄλλην ὠφέλειαν 6, 73; σιτία Ar. Eccl. 236, wie χορηγίαν στρατοπέδοις, nachsenden, Pol. 6, 15, 4; ἀγγελίας, zusenden, Her. 1, 160; ὄνειρον 7, 15; bes. von Unglück und Widerwärtigkeiten, δεσμοὺς καὶ ϑανάτους ἐπιπέμπουσα Plat. Crit. 46 c; πρὶν ἀνάγκην τινὰ ὁ ϑεὸς ἐπιπέμψῃ Phaed. 62 c; ϑεὸς δέη καὶ κινδύνους τοῖς ἠσεβηκόσι Lys. 6, 20; πρεσβῦτις ἀνϑρώποις ὑπὸ γυναικὸς ἐπιπεμφϑεῖσα, über den Hals geschickt, 1, 15, wo aber Bekker ὑποπ. hat; u. so später noch von Soldaten, ταῖς πόλεσιν ἐπιπέμπειν, gegen sie schicken, Hdn. 3, 3, 5; ähnl. τρεῖς κατασκόπους τοῖς Ῥωμαίοις App. Pun. 39.
-
4 ἐπιπέμπω
ἐπι-πέμπω, hinschicken, zuschicken; χορηγίαν στρατοπέδοις, nachsenden; ἀγγελίας, zusenden; bes. von Unglück und Widerwärtigkeiten; πρεσβῦτις ἀνϑρώποις ὑπὸ γυναικὸς ἐπιπεμφϑεῖσα, über den Hals geschickt; von Soldaten, ταῖς πόλεσιν ἐπιπέμπειν, gegen sie schicken
См. также в других словарях:
πρεσβῦτις — Aër. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτις — ύτιδος, η, ΝΑ βλ. πρεσβύτης (Ι) … Dictionary of Greek
πρεσβῦτι — πρεσβῦτις Aër. fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβῦτιν — πρεσβῦτις Aër. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτης — (I) ο, θηλ. πρεσβύτις, ιδος / πρεσβῡτις, ΝΑ γέρος, γριά αρχ. 1. κυρίως αυτός που ανήκε στην έκτη από τις επτά ηλικίες στις οποίες διαιρούσαν οι αρχαίοι τη ζωή, από τη γέννηση μέχρι τα έσχατα γηρατειά 2. αυτός που βλέπει μακριά, όπως συνήθως οι… … Dictionary of Greek
PRESBYTER — I. PRESBYTER Hebr. Zeken, i. e. Senior, nomen titulusque eminentioribus olim, adeoque Praefectis Iuridicis Israelitarum, iam per intervallum Legis dationem in Sinai antevertens, tribui solitus et quidem his inprimis, uti vidimus supra, voce Iudex … Hofmann J. Lexicon universale
ԱՒՍԱՐԴ — ( ) NBH 1 0397 Chronological Sequence: 6c գ. ԱՒՍԱՐԴ կամ ՕՍԱՐԴ. πρεσβυτέρα, πρεσβύτις vetula, anus, maxima natu Պառաւ. կին աւագ կամ երիցագոյն հասակաւ. *Եւ ոչ զաղջկունս միայն, այլեւ զաւսարդս, այլեւ զզուգահասակս. Փիլ. ՟ժ. բան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πρεσβυτίδων — πρεσβῡτίδων , πρεσβῦτις Aër. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβῦτ' — πρεσβῦτα , πρεσβύτης age masc voc sg πρεσβῦτα , πρεσβύτης age masc nom sg (epic) πρεσβῦται , πρεσβύτης age masc nom/voc pl πρεσβῦτι , πρεσβῦτις Aër. fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτιδα — πρεσβύ̱τιδα , πρεσβῦτις Aër. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτιδας — πρεσβύ̱τιδας , πρεσβῦτις Aër. fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)