Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πρεσβύωπας

См. также в других словарях:

  • πρεσβύωπας — και πρεσβύωψ, ο, η, Ν αυτός που πάσχει από πρεσβυωπία, σε αντιδιαστολή με τον μύωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. presbyope (< πρέσβυς + ωψ βλ. λ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • πρεσβύωπας — ο αυτός που πάσχει από πρεσβυωπία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρεσβυωπία — Η αδυναμία να διακρίνει κάποιος καλά τα κοντινά αντικείμενα. Οφείλεται στη μείωση της ικανότητας προσαρμογής του κρυσταλλοειδή φακού, η κυρτότητα του οποίου δεν αυξάνεται όταν το άτομο που πάσχει από π. παρατηρεί αντικείμενα που βρίσκονται κοντά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»