-
1 дальнозоркий
-
2 дальнозоркий
дальнозо́рк||ийприл πρεσβυωπικός, πρεσβύωψ. -
3 дальнозоркий
[νταλ'ναζόρκιϊ] επ. πρεσβυωπικός -
4 дальнозоркий
[νταλ'ναζόρκιϊ] επ πρεσβυωπικός
См. также в других словарях:
πρεσβυωπικός — ή, ό, Ν [πρεσβυωπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρεσβυωπία («πρεσβυωπικά γυαλιά») … Dictionary of Greek
πρεσβυωπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύωπα ή την πρεσβυωπία: Πρεσβυωπικά γυαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)