Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πρατικός

См. также в других словарях:

  • πρατικός — ή, όν, Α [πρατός] 1. αυτός που αναφέρεται στην πώληση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρατική φόρος στις πωλήσεις 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρατικόν προμήθεια, ποσοστό στις πωλήσεις …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπρατικός — ξυλοπρατικός, ή, όν (Μ) σχετικός με την πώληση ή τον πωλητή ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πρατικός (< πιπρά σκω «πουλώ»), πρβλ. μετα πρατικός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»