Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρατήρ

См. также в других словарях:

  • πρατῆρ' — πρᾱτῆρα , πρατήρ seller masc acc sg πρᾱτῆρι , πρατήρ seller masc dat sg πρᾱτῆρε , πρατήρ seller masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατήρ — ῆρος, ο, Α 1. πωλητής, μεταπράτης 2. φρ. «πρατὴρ λίθος» πέτρα πάνω στην οποία στέκονταν οι δούλοι που επρόκειτο να πωληθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • πρατήρ — πρᾱτήρ , πρατήρ seller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • прасол — скупщик рыбы и мяса , ю. в. р., скупщик скота , тамб., перекупщик, кулак , курск., скупщик холста, пеньки, щетины , курск., орл. (Даль), укр. прасол мелкий торговец преимущественно вяленой рыбой и солью , др. русск. прасолъ [ скупщик, барышник ]… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • πράτης — ὁ, Α πρατήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα της] …   Dictionary of Greek

  • πράτωρ — ορος, ὁ, Α πρατήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα τωρ] …   Dictionary of Greek

  • πρατήριο — το / πρατήριον, ΝΑ, ιων. τ. πρητήριον, Α [πρατήρ] νεοελλ. 1. κατάστημα όπου πωλούνται σε μικρές ποσότητες και λειανικώς προϊόντα ορισμένου είδους και προέλευσης (α. «πρατήριο ψωμιού» β. «πρατήριο βενζίνης») 2. κατάστημα διαθέσεως προϊόντων για… …   Dictionary of Greek

  • πρατίας — ὁ, Α 1. πρατήρ* 2. (κατά τον Ησύχ.) «πρατίας ὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρατός + επίθημα ίας] …   Dictionary of Greek

  • πρατῆρα — πρᾱτῆρα , πρατήρ seller masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατῆρας — πρᾱτῆρας , πρατήρ seller masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»