-
1 προ-πράτης
προ-πράτης, ὁ, Vorläufer, wie προπώλης, Poll. 7, 12 aus Lys.
-
2 προπράτης
προ-πράτης, ὁ, u. προ-πρᾱτήρ, ῆρος, ὁ, Vorläufer
См. также в других словарях:
προπράτης — ὁ, Α προπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πράτης*] … Dictionary of Greek