Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρανοῦς

См. также в других словарях:

  • πρανοῦς — πρανής with the face downwards masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) πρανόω pres ind act 2nd sg (doric) πρᾱνοῦς , πρηνής with the face downwards masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • κολλούβιο — το γεωλ. συσσώρευση χαλαρών υλικών και κορημάτων στη βάση ενός πρανούς, λόγω κατολίσθησης ή επιφανειακής διάβρωσἠς του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. colluvium < μσν. λατ. colluvium < λατ. colluvies < λατ. colluere… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»