-
1 πραγματία
πραγματίᾱ, πραγματίαςtiresome: masc nom /voc /acc dualπραγματίαςtiresome: masc voc sgπραγματίᾱ, πραγματίαςtiresome: masc voc sg (attic)πραγματίᾱ, πραγματίαςtiresome: masc gen sg (doric aeolic)πραγματίαςtiresome: masc nom sg (epic)πραγματίᾱ, πραγματίηprosecution of business: fem nom /voc /acc dualπραγματίᾱ, πραγματίηprosecution of business: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 πραγματίας
πραγματίᾱς, πραγματίαςtiresome: masc acc plπραγματίᾱς, πραγματίαςtiresome: masc nom sg (attic epic doric aeolic)πραγματίᾱς, πραγματίηprosecution of business: fem acc plπραγματίᾱς, πραγματίηprosecution of business: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 πραγματίαις
πραγματίαςtiresome: masc dat plπραγματίηprosecution of business: fem dat pl -
4 πραγματίης
πραγματίαςtiresome: masc nom sg (epic ionic)πραγματίηprosecution of business: fem gen sg (epic ionic) -
5 πραγμάτι'
πραγμάτια, πραγμάτιονtrifling matter: neut nom /voc /acc plπραγμάτιαι, πραγματίηprosecution of business: fem nom /voc pl -
6 πραγματεία
A prosecution of business, diligent study, Isoc.1.44,5.7, Pl.Cra. 408a, al.; ;πλείονος εἶναι πρηγματίης Hp.VM7
; ἡ μάταιος π. [λογισμῶν] this idle attention to argumentations, X.Mem.4.7.8; μετὰ πολλῆς π. with a great deal of trouble, PCair.Zen.19.4 (iii B. C.).II occupation, business, ἡ π. αὐτῆς (sc. τῆς ῥητορικῆς)ἅπασα.. εἰς τοῦτο τελευτᾷ Pl.Grg. 453a
; ἡ τοῦ διαλέγεσθαι π. the business of dialectic, Id.Tht. 161e; τοῦ πολιτικοῦ.. πᾶσα ἡ π. περὶ πόλιν [ἐστί] Arist Pol.1274b37, cf. EN1105a11; ἡ δημηγορικὴ π. the business of oratory, Id.Rh.1354b24;ἀπὸ τῆς ἀναισχύντου π. ἀποστῆναι Aeschin.3.242
; πραγματεῖαι official duties, opp. ἀρχαί, ib.13, cf.PTeb.5.143, al. (ii B. C.); esp. law-business, lawsuit, Isoc.2.18, al.;ἡ περὶ τὰ δικαστήρια π. Id.15.31
: pl., affairs in general, ; (nisi leg. πραγμάτων); troubles, D.61.37, Epicur.Ep.1p.28U.; πρὸς ἔθνη τὴν π. ἔχειν to have dealings with.., Str.9.2.2.b pl., works, of the buildings of Solomon, LXX 3 Ki.9.1.III treatment of a subject,εἰδέων Archyt.4
; ἡ τοῦ ἐπιπέδου π., as a definition of plane geometry, Pl.R. 528d; ἡ Πλάτωνος π. Plato's system, Arist.Metaph. 987a30, cf. 986a8, Epicur.Ep.1p.3U., Phld.D.1.17; manner of dealing with,ἡ περὶ τοὺς μάρτυρας π. Arist.Rh. 1376b4
.2 philosophical argument or treatise, Id.Top. 100a18, 101a26;τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ π. Id.Ph. 194b18
;ἡ παροῦσα π. οὐ θεωρίας ἕνεκα Id.EN 1103b26
; the subject of such a treatise,τρεῖς αἱ π. Id.Ph. 198a30
, cf. SE 183b4;ἡ περὶ τῶν ἀγαθῶν ἐκδοθεῖσα π. Str.1.2.2
, etc.3 systematic or scientific historical treatise, Plb.1.1.4, 1.3.1, D.S.1.1, D.H.1.74, Luc. Hist.Conscr.13; Τρωϊκὴ π. the legends of the Trojan war, Arg.S.Aj.;π. συνέταξεν ἐν δράματι τῶν Δαρδάνου πράξεων τὰς μνημοσύνας BMus.Inscr.3.444.18
([place name] Iasus).4 magical operation, spell,ἡ Σολομῶνος π. PMag.Par.1.853
, cf.776.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραγματεία
См. также в других словарях:
πραγματία — πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc nom/voc/acc dual πραγματίας tiresome masc voc sg πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc voc sg (attic) πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc gen sg (doric aeolic) πραγματίας tiresome masc nom sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματίας — πραγματίᾱς , πραγματίας tiresome masc acc pl πραγματίᾱς , πραγματίας tiresome masc nom sg (attic epic doric aeolic) πραγματίᾱς , πραγματίη prosecution of business fem acc pl πραγματίᾱς , πραγματίη prosecution of business fem gen sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι] νεοελλ. επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή νεοελλ. μσν. πραμάτεια αρχ. 1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της 2. επίπονη, κοπιαστική εργασία 3.… … Dictionary of Greek
πραγματίαις — πραγματίας tiresome masc dat pl πραγματίη prosecution of business fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματίης — πραγματίας tiresome masc nom sg (epic ionic) πραγματίη prosecution of business fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγμάτι' — πραγμάτια , πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl πραγμάτιαι , πραγματίη prosecution of business fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)