Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πραγμᾰτίη

См. также в других словарях:

  • πραγματία — πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc nom/voc/acc dual πραγματίας tiresome masc voc sg πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc voc sg (attic) πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc gen sg (doric aeolic) πραγματίας tiresome masc nom sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματίας — πραγματίᾱς , πραγματίας tiresome masc acc pl πραγματίᾱς , πραγματίας tiresome masc nom sg (attic epic doric aeolic) πραγματίᾱς , πραγματίη prosecution of business fem acc pl πραγματίᾱς , πραγματίη prosecution of business fem gen sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι] νεοελλ. επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή νεοελλ. μσν. πραμάτεια αρχ. 1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της 2. επίπονη, κοπιαστική εργασία 3.… …   Dictionary of Greek

  • πραγματίαις — πραγματίας tiresome masc dat pl πραγματίη prosecution of business fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματίης — πραγματίας tiresome masc nom sg (epic ionic) πραγματίη prosecution of business fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγμάτι' — πραγμάτια , πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl πραγμάτιαι , πραγματίη prosecution of business fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»