Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πράους

См. также в других словарях:

  • πραοῦς — πρᾱοῦς , πρᾶος Gött. Nachr. masc/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾳοῦς — πρᾱͅοῦς , πρᾶος Gött. Nachr. masc/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾴους — πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράους — πρά̱ους , πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SIMPLICES — apud Arnobium adv. Gent. l. 2. ut quae (animae) fuerant simplices et bonitatis innoxiae; eaedem cum bonis. Sic au tem dicuntur homines aperti, et in quibus fallaciae nihil, nec malitiae inest quidquam. Cic. de Offic. l. 1. Ita viros, fortes et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παυρολόγος — ον, Α πραϋλόγος*. αυτός που μιλάει ήσυχα, γλυκά, με πράους λόγους, γλυκομίλητος («παυρολόγοι πολιαί», Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός» + λόγος*. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πραϋλόγος (< πρᾶος)] …   Dictionary of Greek

  • προσεξετάζω — Α εξετάζω, ερευνώ επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους εἶναι τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»