Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πράκ-τωρ

См. также в других словарях:

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • ρύτωρ — (I) ορος, ὁ, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που έλκει ή τεντώνει κάτι («χρυσέων ῥύτωρ τόξων», Αισχύλ.) 2. φρ. «ῥύτωρ τόξου» ο αστερισμός τού τοξότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω» + επίθημα τωρ (πρβλ. μηνύ τωρ,… …   Dictionary of Greek

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek

  • ίκτωρ — ἵκτωρ, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ο ικέτης 2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ, πράκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • πλήκτωρ — ορος, ὁ, δωρ. τ. πλάκτωρ, Α αυτός που επιφέρει πλήγματα, που δίνει χτυπήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω* + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ, τινάκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • ορύκτωρ — ὀρύκτωρ, ὁ (Α) μεταλλωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • προκαταγγέλτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που προαναγγέλλει, που προειδοποιεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκαταγγέλλω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • σίντωρ — ορος, ὁ, Α ο σίντης*, ο κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν τού σίνομαι «βλάπτω, καταστρέφω» + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • συμπαίστωρ — ορος, ὁ, ΜΑ ο συμπαίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαίζω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • σφίγκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ. αντί σφιγκτήρ) καθετί που σφίγγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • ταράκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ταράκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»