-
1 πράκτωρ
A = πρακτήρ, one who does or executes, accomplisher, Ζεὺς ὅτου π. ;π. τῶν ἀκουσίων Antipho 3.2.6
; with fem. Subst.,Κύπρις.. τῶνδ' ἐφάνη π. S.Tr. 861
(lyr.).II official who executes a judgment for debt, esp. public debt, bailiff, IG12.75.49, al., Antipho 6.49, Decr. ap. And.1.77, D.25.28, IG12(8).51.9 (Imbros, ii B.C.), OGI 483.7 (Pergam.), Ev.Luc. 12.58;βασιλικὸς π. PSI4.335.2
(iii B.C.);τῶν ξενικῶν PTeb.5.222
(ii B.C.).2 collector of taxes, π. βαλανήου Ostr. in Wilcken Grundzüge p.213 (i A.D.), Ostr. 399 (i A.D.);π. ἀργυρικῶν PIand.29.1
(ii A.D.), BGU434.3 (ii A.D.), etc.;π. σιτικῶν PLond. 2.367a1
, al. (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πράκτωρ
См. также в других словарях:
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
ρύτωρ — (I) ορος, ὁ, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που έλκει ή τεντώνει κάτι («χρυσέων ῥύτωρ τόξων», Αισχύλ.) 2. φρ. «ῥύτωρ τόξου» ο αστερισμός τού τοξότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω» + επίθημα τωρ (πρβλ. μηνύ τωρ,… … Dictionary of Greek
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
ίκτωρ — ἵκτωρ, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ο ικέτης 2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ, πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
πλήκτωρ — ορος, ὁ, δωρ. τ. πλάκτωρ, Α αυτός που επιφέρει πλήγματα, που δίνει χτυπήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω* + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ, τινάκ τωρ)] … Dictionary of Greek
ορύκτωρ — ὀρύκτωρ, ὁ (Α) μεταλλωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
προκαταγγέλτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που προαναγγέλλει, που προειδοποιεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκαταγγέλλω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
σίντωρ — ορος, ὁ, Α ο σίντης*, ο κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν τού σίνομαι «βλάπτω, καταστρέφω» + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
συμπαίστωρ — ορος, ὁ, ΜΑ ο συμπαίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαίζω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
σφίγκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ. αντί σφιγκτήρ) καθετί που σφίγγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
ταράκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ταράκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek