-
1 ποθέσπερος
A v. προσέσπερος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποθέσπερος
-
2 ποθέσπερος
ποθ-έσπερος, adv., gegen Abend, Abends -
3 προς-έσπερος
προς-έσπερος, dor. ποϑέσπερος, = Vorigem; τὰ ποϑέσπερα, als adv., gegen Abend, Theocr. 4, 3. 5, 113.
-
4 προσέσπερος
II = foreg., St.Byz.s.v. Αντιγόνεια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσέσπερος
См. также в других словарях:
ποθέσπερος — ον, Α (δωρ. τ.) προσέσπερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. αν έσπερος, εφ έσπερος), με τροπή του τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] … Dictionary of Greek
εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek
προσέσπερος — ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ποθέσπερος Α 1. ο προσεσπέριος* 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ ποθέσπερα προς το βράδυ, αργά το απόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + έσπερος (< ἑσπέρα)] … Dictionary of Greek