-
1 ποταμός
ποταμός, οῦ, ὁ (Hom.+) river, streamⓐ lit., of the Jordan (Jos., Ant. 20, 97, Vi. 399; SibOr 6, 5) Mt 3:6; Mk 1:5. Of the Euphrates (s. Εὐφράτης) Rv 9:14; 16:12. Of the Tiber (SibOr 5, 170; Just., A I, 26, 2) Hv 1, 1, 2ab; but the ποταμός of 1, 1, 3 cannot be identified (cp. Hdb. ad loc.). ἦν π. ἕλκων ἐκ δεξιῶν (ἕλκω 3) B 11:10. Cp. Ac 16:13; 2 Cor 11:26; Rv 8:10; 12:15f; 16:4. ἐπέβλεψα ἐπὶ τὸν χείμαρρον τοῦ ποταμοῦ I watched the flow of the river GJs 18:3 (codd.).—Lk 6:48f ὁ ποταμός means a river that flows continuously near the house in question, but in the parallel Mt 7:25, 27 οἱ ποταμοί are to be understood as the mountain torrents or winter torrents which arise in ravines after a heavy rain and carry everything before them (so the pl. in Heraclit. Sto. 38 p. 55, 9; Quint. Smyrn. [400 A.D.] 8, 384; 14, 5). The river of living water in the heavenly Jerusalem Rv 22:1; cp. vs. 2. In a fragmentary context AcPl BMM verso 15.ⓑ The pl. of large amounts of flowing water. Fig. ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος streams of living water will flow from his (the Redeemer’s—s. κοιλία 3) body J 7:38 (scripture quot. of unknown orig. See Hdb. ad loc.; Bultmann 229, 2; LKöhler, Kleine Lichter ’45, 39–41; CGoodwin, JBL 63, ’54, 72f).—B. 42. DELG. M-M. TW. -
2 ποταμος
ὅ река Hom., Hes., Trag., Plat. etc.ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί погов. Eur. — реки текут к своим источникам, т.е. все стало вверх дном;
ἄνω γὰρ ποταμῶν τοῦτό γε Luc. — это ведь было бы шиворот-навыворот -
3 Ποταμος
-
4 ποταμός
Grammatical information: m.Meaning: `river' (Il.).Compounds: Some compp., e.g. ποταμο-φύλαξ m. `river-guard' (pap.), καλλι-πόταμος `with fair rivers' (E. in lyr.).Derivatives: 1. Demin. ποτάμ-ιον n. (com., Str.), - ίσκος m. (Str.). Further subst. 2. ποταμ-εύς m. designation of the Eastwind in Tripolis (Arist.), 3. - ίτης m. `river-worker' (pap.; Redard 36). Adj. 4. - ιος `belonging to the river' (Pi., Hdt., trag. etc.), - ιαῖος `id.' (Arist. [v. l. - ιος, Ruf.); -ήϊος (Nonn.), f. - ηΐς (A. R., Nic.) `id.', both metr. condit. -- 5 - ώδης `river-like' (Eun.); 6. - ηνή f. `adjunct of Μήτηρ, `river-goddess' (inscr. Pisidia; cf. Schwyzer 490 w. lit.). 7. Adv. - ηδόν `like a river, in streams' (Luc., Aret.); 8. Verb - όομαι `to form a river' (Aq.). -- 9. nickname Ποτάμιλλα m. (Sophr.; Schwyzer 561 w. lit.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like οὑλαμός, πλόκαμος a. o. -- Perh. with L. Meyer, Prellwitz, Bq s. v. to πίπτω, ἔπετον `fall'; so prop. "torrent, torrent" referring to a river flowing sweeping (away) in a mountainous area; note the adjunct διιπετής (Π 174, δ 477) which is difficult however. Thus Persson Beitr. 2, 654. Kretschmer Glotta 22, 265 u. 27, 248f., Runes IF 50, 265, Havers Sprache 4, 24, WP. 2, 219, Pok. 825, W.-Hofmann s. petō. -- Diff. Fick 1, 473 (asking) and Wackernagel Syntax 2, 30f.: to πετάννυμι, πέτασμα as "expansion" and identical with Germ., e.g. OS fathmos, OE fæðm `extension (of the arms), embrace, fathem' (OE flôdes fæðm). Thus esp. Specht KZ 63, 132, also Risch $ 19b (with reserve), Schwyzer 493 n. 11. -- To be rejected Pisani Ist. Lomb. 73, 502 f. (for *τοπαμός to Lith. tekù `run' etc.). - The etymology is uncertain. - The word could also be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,585-586Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ποταμός
-
5 ποταμός
ποταμός, ὁ (πίνω, πέπομαι, ποτός, eigtl. trinkbar, süßes Wasser, im Ggstz des salzigen Meerwassers), der Fluß, Strom; Hom. u. Folgde überall; bei Hom. heißen sie διϊπετής, καλλίροος, δινήεις u. ä.; er nennt auch den Okeanos so, als den die Erdscheibe umgebenden Fluß; ἐν ϑαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς, Pind. P. 9, 47; Tragg., Ar., u. in Prosa; neben ϑάλαττα, Plat. Tim. 22 d, u. κρήνη, Legg. VI, 761 b; auch πυρός, Phaed. 111 d; Folgde überall. Nach Eur. Med. 411 ist ἄνω ποταμῶν χωροῠσι παγαί sprichwörtlich geworden, Zen. 2, 56, ἐπὶ τῶν ὑπεναντίως λεγομένων ἢ γινομένων; vgl. Dem. 19, 287; auch ἄνω γὰρ ποταμῶν τοῠτό γε, Luc. D. Mort. 6, 2.
-
6 ποταμός
ποταμόςriver: masc nom sg -
7 ποταμός
ποτᾰμός (-οῦ, -ῷ, -όν, -οί.)1 river ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ (i. e. ποτάμιον) O. 2.9ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον O. 5.11
ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων P. 1.22
“ χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται” P. 9.47 “ ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (? the river Nestos, west of Abdera) Πα. 2.. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136. met., τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ fr. 130. 2. ad Θρ.. [ποταμοῦ (Π: del. Wil. ut gloss.) fr. 70. 2.] cf.Σ, Pae. 10.2
-
8 ποταμός
ποτᾰμός, ὁ,A river, stream,Ὠκεανοῖο ἐξ οὗ περ πάντες π. Il.21.196
; π. ἁλιμυρήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης, βαθύρροος, δεινός, διιπετής, δινήεις, ἐΰρροος, ἐρίδουπος, εὐρὺ ῥέων, θεῖος, ἱερός, ἴφθιμος, καλλίροος, κελάδων, λάβρος, πλήθων, χειμάρροος, ὠκύροος, Od.5.460, Il.21.8, 212, 8, 25, 17.263, Od.11.242, Il.21.130, Od.10.515 (pl.), Il.21.304, Od.11.238, 10.351 (pl.), Il.17.749 (pl.), Od.5.441, Il.18.576, 21.270, 5.87, 87, 598; νυκτὸς π., of the rivers of hell, Pi.Fr.130.9: prov., ἄνω ποταμῶν, of extraordinary events, A.Fr. 335, etc. (in full,ἄνω π. ἱερῶν χωροῦσι παγαί E.Med. 410
(lyr.));π. οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ Heraclit. 91
; π. θαλάσσῃ ἐρίζεις, of unequal combats, Suid., etc.2 metaph., rivers of fire or lava, Pi.P.1.22, A.Pr. 370: Com.,ζωμοῦ π. κρέα θερμὰ κυλίνδων Telecl.1.8
, cf. Pherecr.108.3; alsoπ. πραγμάτων Porph. Marc.5
.3 artificial stream, canal, Str.16.1.10, Arr.An.7.21.1;οἱ ὀρυχθέντες π. OGI54.23
(Adule, iii B. C.).II personified, rivergod, Il.20.7, 73, etc.III name of the constellation Eridanus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Arat.358, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποταμός
-
9 ποταμός
ποταμός: river; freq. personified as river-god, Il. 5.544, Il. 14.245.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ποταμός
-
10 ποταμός
ποταμός, ὁ (eigtl. trinkbar, süßes Wasser, im Ggstz des salzigen Meerwassers), der Fluß, Strom; der Okeanos, als den die Erdscheibe umgebenden Fluß -
11 ποταμός
ὁ ποταμός река (ср. Месопотамия; гиппопотам) -
12 ποταμός
{сущ., 16}река, поток, ручей.Синонимы: 5493 ( χείμαρρος).Ссылки: Мф. 7:25, 27; Мк. 1:5; Лк. 6:48, 49; Ин. 7:38; Деян. 16:13; 2Кор. 11:26; Откр. 8:10; 9:14; 12:15, 16; 16:4, 12; 22:1, 2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ποταμός
-
13 ποταμός
{сущ., 16}река, поток, ручей.Синонимы: 5493 ( χείμαρρος).Ссылки: Мф. 7:25, 27; Мк. 1:5; Лк. 6:48, 49; Ин. 7:38; Деян. 16:13; 2Кор. 11:26; Откр. 8:10; 9:14; 12:15, 16; 16:4, 12; 22:1, 2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ποταμός
-
14 ποταμὸς
рекаποταμόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποταμὸς
-
15 ποταμός
рекаποταμὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποταμός
-
16 ποταμός
-οῦ + ὁ N 2 48-34-76-57-36=251 Gn 2,10.13.14(bis); 15,18river, stream Gn 2,10ποταμὸς πυρός stream of fire (connected with judgement) Dn 7,10 Cf. WEVERS 1993 215(Gn 15,18).607(Gn 36,37). 674(Gn 41,2) -
17 πόταμος
ο большая река -
18 ποταμός
ο река;τό στόμιο ( — или η εκβολή) τού ποταμού — устье реки;
§ 8νω ποταμών — а) ни в какие ворота не лезет; — полный абсурд; — б) всё шиворот-навыворот, полная неразбериха
-
19 ποταμός
река, поток, ручей; син. χείμαρρος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποταμός
-
20 ποταμός
См. также в других словарях:
ποταμός ο — και ποτάμι, το 1. φυσική δίοδος υδάτινου ρεύματος που χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα κοίτης και στάθμης. 2. μτφ., μεγάλη ποσότητα υγρού: Ποτάμι το αίμα έτρεξε στη μάχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποταμός — river masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
Ποταμός — Sp Potãmas Ap Ποταμός/Potamos L Kerkyra ir Kityra, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ερυθρός ποταμός — Ποταμός (1.200 χλμ.) της Κίνας, που πηγάζει από τα βουνά Γιουνάν (σε υψόμετρο 2.170 μ.). Ο ποταμός, που ονομάζεται από τους Κινέζους Σονγκ Κόι, διασχίζει το βόρειο Βιετνάμ και εκβάλλει στον κόλπο του Toνκίν, σχηματίζοντας μεγάλο δέλτα. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek
Κίτρινος ποταμός — (κινεζ. Χουάνγκ Xo). Ποταμός (4.845 χλμ.) της Κίνας, ο δεύτερος σε μήκος και σε λεκάνη απορροής (745.000 τ. χλμ.) μετά τον Γιανγκτσέ. Ο Κ.π. πηγάζει από το υψίπεδο του Θιβέτ, Ν της οροσειράς Κουνλούν, λίγο πιο ψηλά από τις λίμνες Τσαρίνγκ και… … Dictionary of Greek
Γιανγκτσέ ή Γιανγκτσέ Κιανγκ — Ποταμός (5.552 χλμ.) της Κίνας, ο μεγαλύτερος της Ασίας και τέταρτος στον κόσμο μετά τον Νείλο, τον Μισισιπή Μιζούρι και τον Αμαζόνιο Ουκαγιάλι. Έχει λεκάνη απορροής 2.000.000 τ. χλμ. και αποτελεί μεγάλη συγκοινωνιακή αρτηρία μεταξύ της παράκτιας … Dictionary of Greek
Αγκαρά ή Ανγκαρά — Ποταμός (1.799 χλμ.) της Σιβηρίας. Διαρρέει την περιοχή του Ιρκούτσκ και την ακραία περιοχή του Κρασνογιάρσκ. Πηγάζει από το ΝΔ άκρο της λίμνης Βαϊκάλης και είναι δεξιός παραπόταμος του ποταμού Γιενισέι. Ο ποταμός είναι πλωτός από το Ιρκούτσκ έως … Dictionary of Greek
Καρπενησιώτης — Ποταμός (15 χλμ.) της Στερεάς Ελλάδας στον νομό Ευρυτανίας. Διασχίζει το λεκανοπέδιο του Καρπενησίου, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. Ακολουθεί παράλληλη πορεία με την οδό Καρπενησίου Προυσού και αργότερα ενώνεται με τους ποταμούς… … Dictionary of Greek
Σάβος — Ποταμός της βόρειας πρώην Γιουγκοσλαβίας, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που φτάνει στο Βελιγράδι ύστερα από ρου 712 χλμ (είναι ο μακρύτερος ποταμός που ρέει σε όλο το μήκος του στη Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Βοσνία Ερζεγοβίνη). Πηγάζει από τη… … Dictionary of Greek