-
1 πότος
πότος, ὁ, das Trinken, der Trunk; κρόμυον πότῳ ὄψον, Il. 11, 630, wo jetzt richtiger ποτῷ steht; gew. das Trinkgelag, ἀλλήλοις συνεῖναι ἐν τῷ πότῳ, Plat. Prot. 347 c; περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας, Rep. I, 329 a (so im plur., Lys. 16, 11; ἡ ἐν τοῖς πότοις ἐπιδεξιότης, Aesch. 2, 47;. Plut. Them. 3); Folgde, wie Pol. 5, 15, 2; παρὰ πότον, beim Trinkgelage, Strab. 7, 3, 8; Luc. Prom. 4 Amor. 24; πότος ἦν καὶ λόγος, Asin. 3, u. sonst.
-
2 ποτός
-
3 πότος
πότος, ὁ, das Trinken, der Trunk; gew. das Trinkgelag -
4 ποτός
-
5 περί-ποτος
περί-ποτος, ringsherum zu trinken, so lautet eine Erkl. von ἀμφικύπελλον bei Ath. XI, 783 a, wo hinzugesetzt ist πανταχόϑεν πίνειν ἐπιτήδειος.
-
6 πολύ-ποτος
πολύ-ποτος, viel trinkend; Hippocr.; Arist. H. A. 8, 18.
-
7 σεμνό-ποτος
σεμνό-ποτος, von würdigem, geschätztem Tranke, σταγών, Antiphan. bei Ath. XIV, 642 a, nach Casaubon. Emend., mss. σεμνοπόνου.
-
8 βραχύ-ποτος
βραχύ-ποτος, dasselbe, Galen.
-
9 γά-ποτος
γά-ποτος, dor. = γηπετής u. s. w.
-
10 εὔ-ποτος
εὔ-ποτος, gut, angenehm zu trinken, trinkbar, γάλα, ῥέος, Aesch. Pers. 603 Prom. 812. – Bei Ath. XI, 482 a von einem Becher, aus dem sich gut trinken läßt, εὐποτώτατα ἐκπωμάτων.
-
11 γή-ποτος
-
12 δυς-κατά-ποτος
δυς-κατά-ποτος, schwer zu verschlucken, Arist. sens. 5.
-
13 δύς-ποτος
-
14 νεό-ποτος
-
15 θερεί-ποτος
θερεί-ποτος, im Sommer getränkt, gewässert, γύαι Lycophr. 847, von Aegypten.
-
16 ἀ-κατά-ποτος
ἀ-κατά-ποτος, nicht zu verschlucken, LXX.
-
17 ὀλιγό-ποτος
ὀλιγό-ποτος, wenig trinkend, dem διψητικός entgegengesetzt, Arist. H. A. 8, 4.
-
18 ἄ-ποτος
-
19 ἔμ-ποτος
-
20 ἡδύ-ποτος
См. также в других словарях:
ποτός — drunk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότος — drinking bout masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ο, ΝΑ 1. πολλή μεγάλη κατανάλωση ποτών 2. οινοποσία, φαγοπότι, γλέντι (α. «τραγούδια τού πότου» β. «πορευομένους ἐν… … Dictionary of Greek
ποτός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ή, ό, Α 1. κατάλληλος για πόση, πόσιμος («ποτὸν ὕδωρ», Θουκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποτόν βλ. ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού … Dictionary of Greek
ποτούς — ποτός drunk masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότοι — πότος drinking bout masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότοις — πότος drinking bout masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότοισι — πότος drinking bout masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότοισιν — πότος drinking bout masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότον — πότος drinking bout masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότους — πότος drinking bout masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)