-
1 ποταινί
-
2 ποταινί
ποταινίrecently: indeclform (adverb) -
3 ποταινί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποταινί
-
4 ποταινί
ποταινί, adv., so eben -
5 ποταίνι'
ποταίνια, ποταίνιοςfresh: neut nom /voc /acc plποταίνια, ποταίνιοςfresh: neut nom /voc /acc plποταίνιε, ποταίνιοςfresh: masc voc sgποταίνιε, ποταίνιοςfresh: masc /fem voc sgποταίνιαι, ποταίνιοςfresh: fem nom /voc pl -
6 ποταίνιος
Grammatical information: adj.Meaning: `new, fresh, unexpected, unheard of' (Pi., B., Trag., also Hp.; after Eust. and Phot. = πρόσφατος, Dorian); ποταινί = προσφάτως (Zonar.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Cann hardly be separated from προταίνιον πρὸ μικοῦ, παλαιόν H. and προταινί `in front' (E. Rh. 523), Boeot. προτηνί `earlier'. As this stands for πρὸ ταινί (sc. ἡμέραι), ποταινί, - νιος would go back on an adverbial *ποτὶ ταινι (Prellwitz s. v., Bechtel Dial. 1, 309f., Schwyzer 612, Schw.-Debr. 507f., 517).Page in Frisk: 2,585Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ποταίνιος
См. также в других словарях:
ποταινί — recently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταινί — και προταινί και βοιωτ. τ. προτηνί επίρρ. Α πρόσφατα, προ ολίγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προ ται νί (ἡμέραι) έχει σχηματιστεί από την πρόθεση πρό, το θηλ. άρθρο ταί (επικός και ιων. τ. τού αἱ) και το μόριο νι (βλ. λ. νε), ενώ οι τ. ποταινί / ποταίνιος… … Dictionary of Greek
ποταίνι' — ποταίνια , ποταίνιος fresh neut nom/voc/acc pl ποταίνια , ποταίνιος fresh neut nom/voc/acc pl ποταίνιε , ποταίνιος fresh masc voc sg ποταίνιε , ποταίνιος fresh masc/fem voc sg ποταίνιαι , ποταίνιος fresh fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταίνιος — ία, ον, θηλ. και ος, και τ. ουδ. προταίνιον, Α 1. πρόσφατος, νέος 2. αυτός που συνέβη πρόσφατα 3. απροσδόκητος, αιφνίδιος 4. (το ουδ.) προταίνιον (με επίρρμ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) α) «πρὸ μικροῦ» β) «παλαιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ποταινί] … Dictionary of Greek
προταινί — Α επίρρ. βλ. ποταινί … Dictionary of Greek