-
1 κάχληξ
См. также в других словарях:
ποτάμιοι — ποτάμιος of masc nom/voc pl ποτάμιος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτάμιος — α, ο / ποτάμιος, ον, ΝΜΑ, και ποτάμείος Α [ποταμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό ή προέρχεται από αυτόν, ποταμήσιος (α. «ποτάμια ύδατα» β. «παρ ὄχθαις ποταμίαις», Αισχύλ. γ. «ποτάμια ποτά», Σοφ. δ. «ποτάμιος κύκνος», Ευρ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
καινοζωικός ή τριτογενής αιώνας — Ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας, ο οποίος περιλαμβάνει δύο μεγάλες περιόδους: το τριτογενές και το τεταρτογενές. Η διάρκειά του υπολογίζεται περίπου σε 55 65 εκατομμύρια χρόνια. Σύμφωνα με άλλες σχολές, ο κ.α. ταυτίζεται με το τριτογενές, ενώ το… … Dictionary of Greek
Μπασέιν — Πόλη της Μυανμάρ. Kατακτήθηκε από τους Άγγλους το 1852 και το 1942 από τους Iάπωνες, για να περιέλθει και πάλι στην αγγλοαμερικανική κατοχή το Mάιο του 1945. Bρίσκεται στον ομώνυμο ποταμό και περιβάλλεται από μια εύφορη προσχωματική πεδιάδα που… … Dictionary of Greek
Ωκεανίδες — Έτσι ονομάζονταν στην ελληνική μυθολογία, τα θαλάσσια πλάσματα ή οι νύμφες των νερών γενικά, που είχαν όψη νέας γυναίκας στο επάνω μισό του κορμιού τους και ψαριού στο υπόλοιπο. Oνομάζονταν επίσης και Ωκεανίτιδες και Ωγενίδες. Ο Όμηρος αναφέρει… … Dictionary of Greek