Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κάχληξ

См. также в других словарях:

  • κάχληξ — κάχληξ, ὁ (ΑΜ) βλ. κάχληκας …   Dictionary of Greek

  • κάχληξ — pebble masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχλήκων — κάχληξ pebble masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάχληκα — κάχληξ pebble masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάχληκας — κάχληξ pebble masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάχληκες — κάχληξ pebble masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάχληκι — κάχληξ pebble masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάχληκος — κάχληξ pebble masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάχληκας — ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ) στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. ηξ …   Dictionary of Greek

  • κόχλαξ — κόλχαξ, ακος, ὁ (Α) 1. χαλίκι («ἐν πετροβόλοις καὶ ἐν κόχλαξι τοῡ πεδίου», ΠΔ) 2. λίθος μυλίτης, μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάχληξ] …   Dictionary of Greek

  • ԽԻՃ — (խճի, ից.) NBH 1 0945 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c գ. ψῆφος, ψηφίς, κάχληξ, χάλιξ calculus, lapillus. Մանր քար. կոպիճ. խոշոր աւազ. ... *Իբր զկաթ ջրոց ʼի ծովէ, եւ զխիճ յաւազոյ. Սիր. ՟Ժ՟Ը. 8: *Քաղցրացաննմա խիղճք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»