Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποτάγορος

См. также в других словарях:

  • ποτάγορος — ὁ, Α (δωρ. τ.) προσήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + αγορος/ ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»