-
1 ποτάγορος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποτάγορος
-
2 προσήγορος
A addressing, accosting, αἱ π. δρύες the speaking oaks, A.Pr. 832; τί δῆτ' ἐμοὶ.. προσήγορον ἔτ' ἔστ' ἀκούειν; what word addressing me, i.e. addressed to me..? S.OT 1338 (lyr.);π. φάτιν ὤρεξε Moschio
Trag.9.8: c. gen., Παλλάδος εὐγμάτων προσήγορος addressing prayers to her, addressing her, S.Ant. 1185: in late Prose, conversing, γνώριμοί τε καὶ π. Iamb.VP33.237.2 generally, conversable, mutually agreeable,φίλοι τι καὶ π. ἀλλήλοις Pl.Tht. 146a
; θεοῖς π. Max.Tyr.11.8; γενόμενος ἐν τοῖς μάλιστα π. his chief friend, D.H. 1.70; συμπόσιον μηκέτι π. ἑαυτῷ, i.e. too large for general conversation, Plu.2.678d; γνώριμα καὶ π. familiar, of ideas, Id.Cic.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήγορος
См. также в других словарях:
ποτάγορος — ὁ, Α (δωρ. τ.) προσήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + αγορος/ ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… … Dictionary of Greek