Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πορών

См. также в других словарях:

  • πορῶν — πορόω furnish with pores pres part act masc voc sg (doric aeolic) πορόω furnish with pores pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πορόω furnish with pores pres part act masc nom sg πορόω furnish with pores pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορών — πόρω furnish aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρων — πόρος means of passing a river masc gen pl πορόω furnish with pores imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πορόω furnish with pores imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορώδες — Μικρά διάκενα μέσα στα στερεά σώματα, περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένα, που διακρίνονται είτε μακροσκοπικά είτε μικροσκοπικά. Παραδείγματα μακροσκοπικού π. είναι οι σπόγγοι, η κίσσηρις (ελαφρόπετρα) κλπ.· το π. σε βαθμό μικροσκοπικής παρατήρησης …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»