Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πορφύρῃ

См. также в других словарях:

  • πορφυρῆ — πορφύρεος heaving neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) πορφύρεος heaving fem nom/voc sg (attic epic) πορφυρεύς fisher for purple fish masc nom/voc/acc dual πορφυρεύς fisher for purple fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφύρῃ — πορφύρα purple fish fem dat sg (epic ionic) πορφύ̱ρῃ , πορφύρω heaves aor subj mid 2nd sg πορφύ̱ρῃ , πορφύρω heaves aor subj act 3rd sg πορφύ̱ρῃ , πορφύρω heaves pres subj mp 2nd sg πορφύ̱ρῃ , πορφύρω heaves pres ind mp 2nd sg πορφύ̱ρῃ , πορφύρω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρῆι — πορφυρῇ , πορφύρεος heaving fem dat sg (attic epic ionic) πορφυρῇ , πορφύρω heaves aor subj pass 3rd sg πορφῠρῇ , πορφύρω heaves fut ind mid 2nd sg πορφυρῇ , πορφυρέω pres subj mp 2nd sg πορφυρῇ , πορφυρέω pres ind mp 2nd sg πορφυρῇ , πορφυρέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλουργής — ιων. τ. παραλοργής, ές, και παραλουργός, όν, Α 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή 2. (για πρόσ.) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που φορά ένδυμα με πορφυρή παρυφή και ο οποίος ήταν πιο επιφανής από εκείνον που φορούσε ολοπόρφυρο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • περιπόρφυρος — ον, Α (κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («λινοῑ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.) 2. φρ. α) «περιπόρφυρος ἐσθής [τήβεννα ή τήβεννος]» λευκό ένδυμα με πλατιά πορφυρή παρυφή το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές β) …   Dictionary of Greek

  • άλλιξ — ἄλλιξ ( ικος), η (Α) 1. αντρικό πανωφόρι 2. πορφυρή χλαμύδα 3. είδος πόρπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά κείμενα και σε ποιητές τής Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό alicula «είδος χλαίνης» αποτελεί πιθ. δάνειο… …   Dictionary of Greek

  • αλίχλαινος — ἁλίχλαινος, ον (Α) ντυμένος με πορφύρα, με πορφυρή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + χλαινος < χλαῖνα] …   Dictionary of Greek

  • αλουργίς — ἁλουργίς ( ίδος), η (AM) πορφυρή εσθήτα αρχ. (ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον] …   Dictionary of Greek

  • ευπάρυφος — εὐπάρυφος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που φορεί φόρεμα με ωραία πορφυρή παρυφή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐπάρυφος το ωραίο ένδυμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ εὐπάρυφα τα πολυτελή ενδύματα με εξαιρετική ύφανση που φορούσαν οι πλούσιοι, οι άρχοντες 4. μτφ. πλούσιος,… …   Dictionary of Greek

  • ευρίτης — ο ονομασία που δίνεται στις φλέβες γρανιτικού πορφύρη που απαντούν στο Λαύριο …   Dictionary of Greek

  • κάλχη — η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη) ο κοχλίας ή ο έλικας τού ιωνικού κιονοκράνου αρχ. 1. ο κοχλίας τής πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα 2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα 3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»