Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

βαφαί

См. также в других словарях:

  • βαφαί — βαφή dipping fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

  • ταραντίνος — η, ο / ταραντῑνος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάραντα ή αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη 2. το αρσ. ως ουσ. ο Ταραντίνος, η Ταραντίνη ο κάτοικος τού Τάραντα ή αυτός που κατάγεται από τον Τάραντα μσν. αρχ. (το αρσ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»