-
1 πορπίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορπίον
-
2 πόρπη
Grammatical information: f.Meaning: `clasp' (Il.).Derivatives: πορπίον, - άω, - ημα, - όομαι, - ωμα; with κ-suffix πόρπᾱξ, -ᾱκος m. ring or loop on the inner (bulging) side of a shield (B., S., E. Ar), part of the headgear of a horse (E. Rh. 385) with -ᾱκιζομαι (Ar.); prop. Dorian expression, s. Chantraine Form. 381, Björck Alpha impurum 296f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The word has been interpreted as `broken' reduplication of πείρω (Bq., WP 2, 39, Schwyzer 423), or from *pork-u̯ā to πόρκης (WP 2, 39, Hofm. 280). -- Furnée 163 connects πορφὶτῳ περόνῃ H. and concludes that the word is Pre-Greek.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πόρπη
См. также в других словарях:
πορπίον — τὸ, Α [πόρπη] μικρή πόρπη … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek