-
1 πορθμος
ὅ1) место переправы, пролив(ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Hom.; μεταξὺ Σικελίας καὴ Ἰταλίας Arst.)
π. Ἕλλης Aesch. — пролив Геллы, т.е. Геллеспонт;ὅ εἰς Ἀιδου π. Eur. = Στύξ2) море Pind.3) переправа, переезд Soph.4) (морское) путешествие5) путь, дорогаπ. πατρῴας χθονός Eur. — путь на родину
6) узкий проход, просвет(αὐλοῦ π. Emped.)
-
2 Πορθμος
ὁ Портм (эретрийский порт на зап. берегу Эвбеи) Dem. -
3 πορθμός
ο пролив -
4 πορθμός
[портмос] ουσ α пролив. -
5 Βερίγγειος πορθμός
ο Берингов пролив -
6 Μεσσήνης πορθμός
-
7 Βάβ-έλ-Μανδέβ
(πορθμός) ο см. Μπάμπ-έλ-Μαντέμπ -
8 Μαλαϊκός
πορθμός ο Малаккский пролив -
9 Μπάμπ-έλ-Μαντέμπ
(πορθμός) ο Баб-эль-Мандебский пролив -
10 αντιπορθμος
-
11 βαρυβοας
-
12 Γαδειραιος
-
13 εκπτυω
(aor. ἐξέπτυσα, fut. ἐκπτύσομαι)1) выплевывать(ἅλμην στόματος Hom.)
2) выбрасывать на берег(ἐξέπτυσε πορθμός, sc. τινά Anth.)
3) сплевывать (от отвращения)4) гнушаться, с презрением отвергать(τι NT.)
-
14 Ελλη
дор. Ἕλλα ἥ Гелла (дочь орхоменского царя Атаманта и Нефелы, бежавшая с братом Фриксом от мачехи Ино на златорунном баране, но в пути утонувшая в море, которое поэтому стало, по преданию, именоваться Ἑλλήσποντος Diod., etc., Ἕλλης πόρος Pind., Aesch. или πορθμός Aesch. и Ἕλλης κῦμα Anth.) -
15 λεπτος
3[λέπω]1) освобожденный от шелухи, очищенный, обмолоченный(κρῖ Hom.)
2) тонкий, мелкий(κονίη Hom.; τέφρα Arph.)
3) тонкий(μήρινθος, ῥὴς βοός Hom.; δέρμα Arst.)
; сделанный из тонкой ткани(ὀθόναι, φᾶρος Hom.)
; состоящий из тонкого вещества(ἀήρ Arst.)
4) тонкий, худой, худощавый(λ. κἀσθενής Arph.; ὄνος Arst.)
; исхудалый(χείρ Hes.; τράχηλος Xen.; ὑπὸ μεριμνῶν Plat.)
5) тесный, узкий(εἰσίθμη Hom.; πορθμός Plut.)
6) мелкий, небольшой(πλοῖα Her.)
τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plut. — самая мелкая медная монета7) легкий, слабый(κώνωπος ῥιπαί Aesch.; πνοαί Eur.)
8) чуть заметный(ἴχνη Xen.)
9) легкий, некрепкий(οἶνος Luc.)
10) жидкий, водянистый(χυμός Arst.; αἷμα Plut.)
11) слабый, шаткий(ἐλπίς Arph.)
12) тихий, нежный или тонкий, высокий(φωνή Arst.)
13) бедный, неимущий, обездоленный(διαδιδόναι τι τοῖς λεπτοῖς Polyb.)
14) утонченный, остроумный(λογιστής Arph.; νοῦς Eur.). - см. тж. λεπτόν
-
16 νησαιος
-
17 Σαρωνικος
3саронскийΣ. κόλπος, тж. πορθμός Aesch. и πόντος Eur. — Саронский залив (в Эгейском море, между Аттикой, Мегаридой и Арголидой)
-
18 στενοπορθμος
-
19 Εύξεινος Πόντος
ο Чёрное море;тж. Μαύρη θάλασσα Еύ ρίπος (πορθμός) ο пролив Эврипос, Эврипи (между вост. побережьем Греции и о-вом Эвбея) -
20 Κέρτς
το 1. г. Керчь;2.: Πορθμός (или Στενόν) τού Κέρτς Керченский пролив
См. также в других словарях:
πορθμός — ferry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμός — Αρχαία ελληνική πόλη στη δυτική ακτή της Εύβοιας, απέναντι στον Ωρωπό. Είχε κτιστεί από τον Φίλιππο, το 342 π.Χ. * * * ο, ΝΜΑ στενή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει δύο περιοχές ξηράς και ενώνει δύο θάλασσες και από την οποία διέρχονται τα πλοία για… … Dictionary of Greek
πορθμός — ο στενό θαλασσινό πέρασμα που χωρίζει δυο ξηρές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κουκ, πορθμός — Πορθμός (μήκος 205 χλμ.) που χωρίζει τα δύο νησιά της Νέας Ζηλανδίας και συνδέει τη θάλασσα της Τασμανίας στα Δ με τον Ειρηνικό ωκεανό στα Α. Το πλάτος του κυμαίνεται από 25 έως 150 χλμ., ενώ το μέγιστο βάθος του είναι 365 μ. Έλαβε την ονομασία… … Dictionary of Greek
Μαλάκα, πορθμός της- — (Malacca). Πορθμός (μέγιστο μήκος 800 χλμ., πλάτος 55 300 χλμ., μέγιστο βάθος 200 μ.) της νοτιοανατολικής Ασίας, ανάμεσα στη χερσόνησο της Μαλάκα, τη Σουμάτρα, τη θάλασσα των Ανταμάν και τη Νότια Κινεζική θάλασσα. Εκβάλλουν σε αυτόν ποταμοί με… … Dictionary of Greek
Μαγγελάνου, πορθμός του- — Δίοδος (μήκος 583 χλμ., πλάτος 20 30 χλμ.) που συνδέει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό ωκεανό, στη νότια άκρη της Νότιας Αμερικής, μεταξύ της Παταγονίας και των νησιών της Γης του Πυρός. Τον ανακάλυψε το 1520 ο Μαγγελάνος (βλ. λ. Μαγγελάνος,… … Dictionary of Greek
Μπαμπ ελ-Μάντεμπ — Πορθμός (πλάτος 25 χλμ.) μεταξύ της ανατολικής αραβικής ακτής και της Αφρικής, που συνδέει την Ερυθρά θάλασσα με τον Ινδικό Ωκεανό. Ο πορθμός είναι σημαντικής στρατηγικής και οικονομικής σημασίας, γιατί απ’ αυτόν περνούν τα περισσότερα πλοία που… … Dictionary of Greek
πορθμοῖο — πορθμός ferry masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμοῖς — πορθμός ferry masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμοί — πορθμός ferry masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμοῦ — πορθμός ferry masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)