Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀντίπορθμος

См. также в других словарях:

  • αντίπορθμος — ἀντίπορθμος, ον (Α) 1. εκείνος που βρίσκεται στα δύο μέρη του πορθμού 2. αυτός που βρίσκεται στο απέναντι μέρος του πορθμού 3. φρ. «Πελοπίας χθονὸς ἐν ἀντιπόρθμοις» στα απέναντι μέρη της Πελοποννήσου …   Dictionary of Greek

  • ἀντίπορθμος — over the straits masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπορθμον — ἀντίπορθμος over the straits masc/fem acc sg ἀντίπορθμος over the straits neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπόρθμοις — ἀντίπορθμος over the straits masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπόρθμου — ἀντίπορθμος over the straits masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπόρθμους — ἀντίπορθμος over the straits masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπόρθμων — ἀντίπορθμος over the straits masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπορθμα — ἀντίπορθμος over the straits neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίπορθμοι — ἀντίπορθμος over the straits masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»