-
1 πορθητής
-
2 πορθητης
-
3 πορθητής
πορθητήςdestroyer: masc nom sg -
4 πορθητής
πορθητής, ὁ, Zerstörer -
5 πορθητής
ο захватчик, завоеватель, покоритель -
6 πορθητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορθητής
-
7 πορθηταί
πορθητήςdestroyer: masc nom /voc pl -
8 πορθητήν
πορθητήςdestroyer: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 πορθητά
πορθητά̱, πορθητήςdestroyer: masc nom /voc /acc dualπορθητήςdestroyer: masc voc sgπορθητήςdestroyer: masc nom sg (epic) -
10 πορθητωρ
-
11 πορθητάς
πορθητά̱ς, πορθητήςdestroyer: masc acc plπορθητά̱ς, πορθητήςdestroyer: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 πορθήτωρ
-
13 πορθητάι
-
14 πορθητᾶι
-
15 πορθηταίς
-
16 πορθηταῖς
-
17 πορθητού
-
18 πορθητοῦ
-
19 πορθήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορθήτωρ
См. также в других словарях:
πορθητής — destroyer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθητής — ο, ΝΜΑ [πορθώ] αυτός που κυριεύει και λεηλατεί πόλη ή χώρα, εκπορθητής («τῷ τᾱς Τροίας πορθητᾷ», Ευρ.) νεοελλ. 1. ως κύριο όν. ο Πορθητής προσωνυμία που δόθηκε στον Μωάμεθ Β ο οποίος το 1453 πολιόρκησε και κυρίευσε την Κωνσταντινούπολη 2. ζωολ.… … Dictionary of Greek
πορθητής — ο αυτός που κυριεύει πόλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορθηταῖς — πορθητής destroyer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθηταί — πορθητής destroyer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθητοῦ — πορθητής destroyer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθητήν — πορθητής destroyer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθητά — πορθητά̱ , πορθητής destroyer masc nom/voc/acc dual πορθητής destroyer masc voc sg πορθητής destroyer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μωάμεθ ή Μεχμέτ — Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’, ο λεγόμενος Τζελεμπί (1389; 1421). Γιος του σουλτάνου Βαγιαζήτ A’, ανέβηκε στον θρόνο το 1402, ύστερα από την αιχμαλωσία του πατέρα του στη μάχη της Αγκύρας και τη νίκη του Ταμερλάνου. Ο … Dictionary of Greek
πορθητάς — πορθητά̱ς , πορθητής destroyer masc acc pl πορθητά̱ς , πορθητής destroyer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καραμανίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ονομασία της στον Αρμένιο ιδρυτή της, Καραμάν. Ο ίδιος, ευνοούμενος του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Α’ (1220 37), κατέλαβε με τη βοήθειά του ανώτατα αξιώματα και έγινε… … Dictionary of Greek