Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πορευτικός

См. также в других словарях:

  • πορευτικός — going on foot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευτικός — ή, ό / πορευτικός, ή, όν, ΝΑ [πορεύω] 1. αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, οἷον τὸ τῶν καρκίνων γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πορεία, οδοιπορικός νεοελλ. φρ. «πορευτικά κύτταρα» ανατ. ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • πορευτικά — πορευτικός going on foot neut nom/voc/acc pl πορευτικά̱ , πορευτικός going on foot fem nom/voc/acc dual πορευτικά̱ , πορευτικός going on foot fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευτικῶν — πορευτικός going on foot fem gen pl πορευτικός going on foot masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευτικόν — πορευτικός going on foot masc acc sg πορευτικός going on foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευτικαί — πορευτικός going on foot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευτικοῖς — πορευτικός going on foot masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευτικοί — πορευτικός going on foot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευτικοῦ — πορευτικός going on foot masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευτικούς — πορευτικός going on foot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευτικῆς — πορευτικός going on foot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»