Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ποπανον

См. также в других словарях:

  • πόπανον — round cake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόπανον — τὸ, Α είδος στρογγυλού γλυκίσματος το οποίο προσφερόταν στους θεούς κατά την τέλεση θυσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα ποπ τής ρίζας τού ρ. πέσσω* (< *pekw jo, πρβλ. πεπ τός, πέπ τω) με επίθημα ανον (πρβλ. όργ… …   Dictionary of Greek

  • ποπάνοις — πόπανον round cake neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποπάνοισιν — πόπανον round cake neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποπάνου — πόπανον round cake neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποπάνων — πόπανον round cake neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποπάνῳ — πόπανον round cake neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόπανα — πόπανον round cake neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποπάνευμα — τὸ, Α πόπανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόπανον μέσω αμάρτυρου ρ. *ποπανεύω] …   Dictionary of Greek

  • ποπάς — άδος, ἡ, Α πόπανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού πόπανον με επίθημα άς (πρβλ. πλοκ άς: πλόκ ανον, πλόκ ος)] …   Dictionary of Greek

  • ποπανώδης — ῶδες, Α [πόπανον] αυτός που μοιάζει με πόπανον· …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»