-
1 πονηρία
πονηρίᾱ, πονηρίαbad state: fem nom /voc /acc dualπονηρίᾱ, πονηρίαbad state: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πονηρίαι, πονηρίαbad state: fem nom /voc plπονηρίᾱͅ, πονηρίαbad state: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 πονηρία
πονηρία, ἡ, schlechte od. böse Sinnesart, u. überh. schlechter Zustand, schlechte Beschaffenheit; Soph. frg. 663; Eur. Cycl. 641; Ar. Thesm. 868; ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα, Plat. Rep. X, 609 c, vgl. Phil. 45 e; πονηρίᾳ καὶ ἀϑλιότητι τῆς πόλεως, Rep. IX, 575 c; Ggstz von ἀρετή, Theaet. 176 b, wie Xen. Cyr. 2, 2, 24; εἰς τὴν πονηρίαν τρέπεσϑαι, d. i. schlechter werden, 7, 5, 75; implur., Dem. 21, 19; Folgde.
-
3 πονηρία
πονηρία, ας, ἡ (πονηρός; Soph., Hippocr. et al.) in our lit. only in the ethical sense: state or condition of a lack of moral or social values, wickedness, baseness, maliciousness, sinfulness (Soph.; Lysias 22, 16 et al.; OGI 519, 10; PLips 119 recto and verso I, 7; LXX; En 10:16; OdeSol 11:20; Test12Patr; Philo, De Jos. 212; Jos., Ant. 10, 37; 13, 120; Just., Tat.; Mel., P. 50, 369 Bo.; Orig., Did., loanw. in rabb.) Mt 22:18; Hv 3, 5, 4; 3, 6, 1. W. ἁρπαγή Lk 11:39; w. ἄνοια 2 Cl 13:1; w. δολιότης Hs 8, 6, 2; w. κακία 1 Cor 5:8. In the Lord’s Prayer Mt 6:13 v.l. In a catalogue of vices (s. Philo, Ebr. 223) Ro 1:29; 1 Cl 35:5. Cp. Hs 9, 15, 3, where πονηρία and other vices are personified. πονηρία μεγάλη Hv 2, 2, 2a. Of children μὴ γινώσκοντα τὴν πονηρίαν τὴν ἀπολλύουσαν τὴν ζωήν ἀνθρώπων who know nothing of the wickedness that ruins the life of people Hm 2:1 (s. παιδίον 2).—In the objective gen. κόλασις τῆς π. punishment for wickedness Hs 9, 18, 1; ὁ μισθὸς τῆς π. B 4:12. In gen. of quality (to be rendered as adj.; respectable Gk. [cp. ὁ τᾶς ἡσυχίας βίοτος Eur., Bacch. 389], but strongly influenced in our lit. by Semitic tradition, s. Leutzsch, Hermas 383 n. 44; cp. Schwyzer II 122): ἡ ἐπιθυμία τῆς π. evil desire Hv 1, 1, 8; m 11:2; συμφυρμοὶ πονηρίας v 2, 2, 2b; διδάσκαλοι πονηρίας evil teachers or obj. gen. teachers of wickedness Hs 9, 19, 2; τὰ πνευματικὰ τῆς π. (Iren. 1, 5, 4 [Harv. I 47, 2]) Eph 6:12 (s. πνευματικός 3); ὁ ἄγγελος τῆς πονηρίας (opp. ἄγγ. τῆς δικαιοσύνης) Hm 6, 2, 1; 4f; 7; 9f (cp. 1QS 3:18f). πλείονα πονηρίαν ποιεῖν act more wickedly Hs 9, 18, 2.—Pl., of the various kinds of evil-mindedness and individual expressions of it (Demosth. 21, 19; Aristot. 1389a, 18; Jer 39:32; B-D-F §142; W-S. §27, 4; s. Rob. 408) Mk 7:22; Ac 3:26; 1 Cl 8:4 (Is 1:16); Hv 3, 7, 2; m 8:3. αἱ π. ἐν ταῖς καρδίαις ἐμμένουσιν wickedness remains in their hearts Hv 3, 6, 3 (here the pl. could refer to the plurality of persons involved, since virtually only one kind of wickedness is meant). On πονηρεύεσθαι ποικίλαις πονηρίαις Hs 9, 18, 3 see πονηρεύομαι.—S. also ἁγιάζω 4, ἀποβάλλω 1b, ἀφαιρέω 2a, κατισχύω 2, παύω 2.—DELG s.v. πένομαι. M-M. TW. -
4 πονηρια
ἥ1) плохое состояние, нездоровье(τοῦ σώματος, ὀφθαλμῶν Plat.)
2) испорченность, негодность(τῆς πόλεως Plat.; τῆς πονηρίας τινὸς ἐπικρατῆσαι Lys.)
εἰς τέν πονηρίαν τρέπεσθαι Xen. — портиться, ухудшаться3) лукавство NT. -
5 πονηρία
πονηρία, ἡ, schlechte od. böse Sinnesart, u. überh. schlechter Zustand, schlechte Beschaffenheit; εἰς τὴν πονηρίαν τρέπεσϑαι, schlechter werden -
6 πονηρίᾳ
Βλ. λ. πονηρία -
7 πονηρία
{сущ., 7}испорченность, негодность, греховность, злоба, лукавство. LXX: 7451 (ערַ).Ссылки: Мф. 22:18; Мк. 7:22; Лк. 11:39; Деян. 3:26; Рим. 1:29; 1Кор. 5:8; Еф. 6:12.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πονηρία
-
8 πονηρία
{сущ., 7}испорченность, негодность, греховность, злоба, лукавство. LXX: 7451 (ערַ).Ссылки: Мф. 22:18; Мк. 7:22; Лк. 11:39; Деян. 3:26; Рим. 1:29; 1Кор. 5:8; Еф. 6:12.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πονηρία
-
9 πονηριά
η1) хитрость, лукавство; коварство; 2) хитрость, ухищрение, уловка; 3) подозрительность -
10 πονηρία
испорченность, негодность, греховность, злоба, лукавство; LXX: (רַע).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πονηρία
-
11 πονηρίᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πονηρίᾳ
-
12 πονηρία
-ας + ἡ N 1 3-9-19-18-22=71 Ex 10,10; 32,12; Dt 31,21; JgsB 9,56; JgsA 11,27wickedness, vice, evil Ex 10,10; πονηρίαι iniquities Jer 39(32),32Cf. DOGNIEZ 1992 59.138; HATCH 1889, 77-82; LE BOULLUEC 1989 137.322; →NIDNTT; TWNT -
13 πονηριά
[понирьа] ουσ θ хитрость, коварство, злая выходка, злобность. -
14 πονηρία
πονηρ-ία, ἡ,II in moral sense, wickedness, vice, knavery,ἡ μωρία.. ἀδελφὴ τῆς π. ἔφυ S.Fr. 925
, cf. Ar.Th. 868, Lys.22.16; εἰς τὴν π. πάλιν τρέπεται turns again to vice, X.Cyr.7.5.75: in pl., knavish tricks, rogueries, D.21.19, Arist.Rh. 1389a18.3 with a political connotation, mob-rule, Th.8.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πονηρία
-
15 πονηριά
1) malice2) slynessΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πονηριά
-
16 παμ-πονηρία
παμ-πονηρία, ἡ, v. l. Dem. 21, 19.
-
17 φιλο-πονηρία
φιλο-πονηρία, ἡ, Liebe, Hang zu schlechten Menschen oder Handlungen, Theophr. char. 29.
-
18 μῑσο-πονηρία
μῑσο-πονηρία, ἡ, Haß gegen böse Menschen, gegen das Böse, Plut. cohib. ira 1 frat. amor. 8 u. a. Sp.
-
19 Όπου δεν χωρεί η ανδρειά, έρχεται η πονηριά
• Где силой не возьмешь, там хитрость на подмогуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπου δεν χωρεί η ανδρειά, έρχεται η πονηριά
-
20 πονηρίας
πονηρίᾱς, πονηρίαbad state: fem acc plπονηρίᾱς, πονηρίαbad state: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
πονηρία — πονηρίᾱ , πονηρία bad state fem nom/voc/acc dual πονηρίᾱ , πονηρία bad state fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρία — πονηρία, η και πονηριά, η και πονηράδα, η 1. κακή διάθεση, πανουργία, δολιότητα: Τέκνο κακό και πίβουλο και πονηριές γεμάτο (Ερωτόκριτος). 2. πονηρή ενέργεια, δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, απάτη: Με τις πονηριές κατόρθωσε να αναδειχτεί. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονηρίᾳ — πονηρίαι , πονηρία bad state fem nom/voc pl πονηρίᾱͅ , πονηρία bad state fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρία — η, ΝΜΑ, και πονήρια και πονηριά Ν [πονηρός] 1. (με ηθική σημ.) κακία, πανουργία, δολιότητα 2. στον πληθ. πονηρές ενέργειες, κατεργαριά, πονηράδα νεοελλ. δυσπιστία, υπόνοια, καχυποψία αρχ. 1. κακή κατάσταση, καχεξία 2. ποταπότητα 3. δειλία,… … Dictionary of Greek
Προφασέως δέεται μόνον ἡ πονηρία. — См. Была бы собака, а палка будет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πονηρίας — πονηρίᾱς , πονηρία bad state fem acc pl πονηρίᾱς , πονηρία bad state fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρίαι — πονηρία bad state fem nom/voc pl πονηρίᾱͅ , πονηρία bad state fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρίαν — πονηρίᾱν , πονηρία bad state fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηριῶν — πονηρία bad state fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρίαις — πονηρία bad state fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρίην — πονηρία bad state fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)