-
1 πομπος
I21) провожающий, сопровождающий(Ἀργεϊφόντης, т.е. Ἑρμῆς Hom.)
2) предводительствующий(ἀρχαί Aesch.)
3) указующий, сигнальный(πῦρ Aesch.)
IIὅ и ἥ1) провожатый, проводникπομποὺς ἅμα πέμπειν Her. — послать проводников с кем-л.;
οὐκ ἄνευ πομπῶν Soph. — не без провожатых, т.е. со свитой2) посылающий, податель(τῶν ἐσθλῶν Aesch.)
3) гонец, вестник(πέμψαι διπλοῦς πομπούς Soph.)
-
2 πομπός
ο передатчик; передающий аппарат; передающее устройство; датчик -
3 πομπός
[помбос] ουσ. а. (τεχν.) передатчик.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πομπός
-
4 πομπός
[помбос] ουσ α (τεχν) передатчик. -
5 αναπομπος
2 -
6 βουπομπος
-
7 ευθυπομπος
-
8 ευπομπος
-
9 θεοπομπος
-
10 κομιστηρ
-
11 ναυσιπομπος
-
12 νεκροπομπος
-
13 παραπομπος
-
14 προπομπος
I21) сопровождающий, сопутствующий(λόχος Xen.)
2) идущий впередиχοὰς π. Aesch. — несущий впереди возлияния
IIὅ и ἥ сопровождающий, спутник Xen.γυμνὸς προπομπῶν Aesch. — без свиты;
ἡμεῖς συνθάψομεν αἱ προπομποί Aesch. — мы вместе (с Антигоной) похороним (Полиника) -
15 ταχυπομπος
-
16 τηλεπομπος
-
17 ψυχοπομπος
-
18 ωκυπομπος
См. также в других словарях:
πομπός — conductor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόμπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπός — ο, ΝΑ συνοδός, οδηγός νεοελλ. 1. αυτός που στέλνει, που αποστέλλει κάτι 2. σύνολο ηλεκτρονικών συσκευών και διατάξεων με τις οποίες αφ ενός μεν μετατρέπονται ακουστικά, οπτικά και κωδικοποιημένα σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα υψηλής συχνότητας … Dictionary of Greek
πομπός — ο 1. συνοδός. 2. συσκευή που μετατρέπει ακουστικά, οπτικά κ.ά. σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα και τα εκπέμπει προς διάφορες κατευθύνσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πομποῖς — πομπός conductor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομποῖσι — πομπός conductor masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομποῖσιν — πομπός conductor masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομποί — πομπός conductor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομποῦ — πομπός conductor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπούς — πομπός conductor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπῷ — πομπός conductor masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)