-
1 αναπομπος
2
См. также в других словарях:
ἀναπομπός — one that sends up masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπομπός — ο (Α) [ἀναπέμπω] (επίθ. τού Άδη) αυτός που στέλνει επάνω … Dictionary of Greek
αναπέμπω — (Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω) 1. στέλνω προς τα επάνω 2. εκπέμπω, αναδίνω 3. απλώς στέλνω (Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό νεοελλ. βγάζω φωνή, εκστομίζω μσν. (στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω αρχ. Ι. ενεργ. 1. στέλνω προς … Dictionary of Greek