-
1 πολύ-μηλος
πολύ-μηλος, dor. πολύμᾱλος, viele Schafe od. Ziegen habend; bei Hom. Il. u. Hymn. Beiwort von Menschen u. Gegenden; Hes. nur von Menschen, O. 306; χϑών, Pind. P. 9, 6; Σικελία, Ol. 1, 12; πολυμηλοτάτην ἑστίαν οἰκεῖς, Eur. Alc. 591. – Es könnte auch »äpfel-, obstreich« bedeuten. – S. nom. pr.
-
2 πολύμηλος
πολύ-μηλος, ον (fem.A- μήλη Suid.
), ( μῆλον A) with many sheep or goats, rich in flocks, of persons, Il.2.705, 14.490 (never in Od.), Hes.Op. 308; of places, Il.2.605, Pi.P.9.6 (where codd. have πολύμηλος correctly; πολύμᾱλος in O.1.12, if correct, means rich in tree-fruit).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύμηλος
-
3 πολύμηλος
πολύ-μηλος: rich in sheep or flocks. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολύμηλος
-
4 πολύμηλος
πολύ-μηλος, viele Schafe od. Ziegen habend; Beiwort von Menschen u. Gegenden; auch 'äpfel-, obstreich' -
5 πολυμηλος
-
6 μῆλον 2
μῆλον 2Grammatical information: n., mostly pl. -αOther forms: (also Dor.).Compounds: Often as 1. member, e.g. μηλο-βότης, Dor. - τας `shepherd' (Pi., E.), also - βοτήρ (Σ 529, h. Merc. 286) in - βοτῆρας at verse-end, after the simplex (Fraenkel Nom. ag. 1, 65, Chantraine Form. 323, Risch $13d, Shipp Studies 66); μηλάταν τὸν ποιμένα. Βοιωτοί H., haplological for μηλ-ηλάταν or for μηλόταν after βοηλάταν (Bechtel Gött. Nachr. 1919, 345, Dial. 1,307); on μηλ-ολόνθη s. v. Rarely as 2. member, only in some bahuvrihis (diff. - μηλον `apple', s. v.), e.g. πολύ-μηλος `with many sheep' (Il.); also in PN, e.g. Boeot. Πισί-μειλος.Derivatives: μήλειος `belonging to the small cattle' (Ion., E.), μηλόται ποιμένες H. (Fraenkel Nom. ag. 2, 129, Schwyzer 500), μηλωτή f. `sheepskin' (Philem. Com., hell.; like κηρωτή a.o.) with Μηλώσιος surn. of Zeus (Corc., Naxos), prop. "who is wrapped in a sheepskin" (Nilsson Gr. Rel. 1, 395f.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Old word for `small cattle', which is well attested in Celtic, e.g. OIr. mil n. `small animal', and is sporadically found also in Westgerm., e.g. in OLFranc. māla `cow', Dutch maal `young cow' (here also the old name of the Harz, Μηλί-βοκον ὄρος?). -- Against these words, which all can go back on IE * mēlo-, stands with a-vowel Arm. mal `sheep', also SmRuss. mal' f. `small cattle, young sheep', Russ. (Crimea) malíč `kind of Crimea-sheep'. It eems obvious to sonnect these words with the general Slav. adj. for `small', e.g. OCS malъ, Russ. mályj. A further step leads to the Germ. word for `small, narrow' in Goth. smals etc., which is often used of small cattle, e.g. OWNo. smale m. `small animal', OHG smalaz fihu ' Schmal- vieh, small cattle'. If we posit IE *( s)mēl-, ( s)mōl- (OCS malь etc.), ( s)mǝl- (Arm. mal, Goth. smals etc.)[this means * smHlo-?], it would seem possible, to bring all words mentioned together. [For Arm. mal Ačar̄yan HAB III2224 proposes a loan from Arabic.] All this does not lead to a probable solution. -- Fick 1, 519, however, thinks for the μῆλον-group of * mē- `bleat' (s. μηκάομαι). -- Cf. WP. 2, 296f (with open doubt), Pok. 724, W.-Hofmann s. 3. malus, Vasmer s. mályj.Page in Frisk: 2,226-227Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μῆλον 2
См. также в других словарях:
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek
Μήλων — Μήλων, ὁ (Α) προσωνυμία τού Ηρακλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κατάλ. ων, προσωνυμία τού Ηρακλέους στον οποίο θυσιάζονταν πρόβατα. Η προσωνυμία σχηματίστηκε κατ απόσπαση τού β συνθετικού από ανθρωπωνύμια σε μηλος (πρβλ. Εύ μηλος,… … Dictionary of Greek
πολύμηλος — ον, Α αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολλά κοπάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μηλος (< μῆλον «πρόβατο»), πρβλ. εύ μηλος] … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
Βασιλάκης, Αντώνιος — (ή Alience, όπως τον αποκαλούσαν οι Ιταλοί, Μήλος 1556 – Βενετία 1629). Έλληνας ζωγράφος, κρητικής καταγωγής. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Βενετία κοντά στους αδελφούς του και μαθήτευσε στο εργαστήριο του Πάολο Βερονέζε. Η παιδεία του… … Dictionary of Greek
Μινύαι — Αρχαίος ελληνικός λαός της Βοιωτίας γύρω από τον Ορχομενό, φορέας ενός πολύ αναπτυγμένου πολιτισμού κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (θολωτός τάφος του Μινύα στον Ορχομενό, έργα στη λίμνη της Κωπαΐδας). Ο Παυσανίας κάνει λόγο για Μ. στον Ορχομενό κατά… … Dictionary of Greek