-
1 πολυψαμμος
-
2 πολύψαμμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύψαμμος
-
3 πολύψαμμος
-
4 πολύψαμμον
πολύψαμμοςmasc /fem acc sgπολύψαμμοςneut nom /voc /acc sg -
5 πολυψάμμους
πολύψαμμοςmasc /fem acc pl -
6 πολυ-ψάμαθος
πολυ-ψάμαθος, = πολύψαμμος, χῶμα, Aesch. Suppl. 849.
-
7 πολύ-ξαντος
πολύ-ξαντος, viel geschlagen, von Wellen gepeitscht, Toup. conj. für πολύψαμμος, in Archi. ep. 30.
-
8 πολυψαμαθος
См. также в других словарях:
πολύψαμμος — ον, Α πολυψάμαθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψάμμος «άμμος» (πρβλ. υπό ψαμμος)] … Dictionary of Greek
πολύψαμμον — πολύψαμμος masc/fem acc sg πολύψαμμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυψάμμους — πολύψαμμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)