-
1 πολύ-ξαντος
πολύ-ξαντος, viel geschlagen, von Wellen gepeitscht, Toup. conj. für πολύψαμμος, in Archi. ep. 30.
-
2 πολύξαντος
πολύ-ξαντος, viel geschlagen, von Wellen gepeitscht
См. также в других словарях:
πολύξαντος — ον, Α αυτός που τόν ξαίνουν, που τόν δέρνουν πολύ τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξαντός (< ξαίνω), πρβλ. νεό ξαντος] … Dictionary of Greek