-
41 πολυ-παίπαλος
πολυ-παίπαλος, sehr verschlagen, listig; von den Phöniciern, Od. 15, 419, wie πολύτροπος. Vgl. παιπαλόεις.
-
42 πολυ-ποσία
πολυ-ποσία, ἡ, das Vieltrinken; Pol. 5, 15, 2; Luc. Paras. 16 im plur.
-
43 πολυ-ποτέω
πολυ-ποτέω, viel trinken, Hippocr.
-
44 πολυ-πλόκαμος
πολυ-πλόκαμος, mit vielen Locken, sp. D.
-
45 πολυ-πλασιασμός
πολυ-πλασιασμός, ὁ, = πολλαπλασιασμός; S. Emp. adv. phys. 2, 217; Plut. de ει apud D. 8.
-
46 πολυ-πλασίων
πολυ-πλασίων, = πολλαπλασίων, Sp., zw.
-
47 πολυ-πλαγκτοσύνη
πολυ-πλαγκτοσύνη, ἡ, das viel od. weit Umherirren, Maneth. 4, 222.
-
48 πολυ-ποδάριον
πολυ-ποδάριον, τό, dim. von πολύπους, p. bei Ath. IX, 404 c.
-
49 πολυ-ποδίτης
πολυ-ποδίτης, ὁ, οἶνος, mit Farrenkraut angemachter Wein, Sp.
-
50 πολυ-ποδία
πολυ-ποδία, ἡ, Vielfüßigkeit, Arist. part. an. 4, 6 A.
-
51 πολυ-ποδίνη
πολυ-ποδίνη, eine kleine Polypenart, Ath. VII, 318 e.
-
52 πολυ-πονία
πολυ-πονία, ἡ, viele Arbeit od. Anstrengung, Plat. Riv. 133 e.
-
53 πολυ-πλανής
πολυ-πλανής, ές, viel od. weit umherirrend, Eur. Hel. 204; rankend, κισσός, Leon. Tar. 30 (VI, 154); in Prosa, Plat. Polit. 288 a; πορεία, Plut. Crass. 29. – Auch akt., viel verwirrend, in Irrthümer führend, Mus. 75; vgl. Jac. A. P. p. 482.
-
54 πολυ-ποδ-ώδης
πολυ-ποδ-ώδης, ες, polypenartig, Arist. de partt. anim. 4, 9.
-
55 πολυ-πλοκία
πολυ-πλοκία, ἡ, Verschlagenheit, Theogn. 67.
-
56 πολυ-πληθέω
πολυ-πληθέω, viel od. groß sein, LXX.
-
57 πολυ-πληθία
-
58 πολυ-πληθής
πολυ-πληθής, ές, viel an Menge od. Zahl, Schol. Ar. Pax 520 u. a. Sp.
-
59 πολυ-πλοίσιος
πολυ-πλοίσιος, sehr reich, Sp.
-
60 πολυ-πλάσιος
πολυ-πλάσιος, = πολλαπλάσιος, als v. l. Arist. anal. post. 1, 12, LXX.
См. также в других словарях:
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek