-
1 πολυ-πληθής
πολυ-πληθής, ές, viel an Menge od. Zahl, Schol. Ar. Pax 520 u. a. Sp.
-
2 πολυπληθής
πολυ-πληθής, ές, viel an Menge od. Zahl
См. также в других словарях:
παμπληθής — ές (ΑΜ παμπληθής ές) 1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόος («παμπληθής συγκέντρωση») 2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.) αρχ. 1. (το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ζαπληθής — ζαπληθής, ές (Α) 1. πολυπληθής, πυκνός («ζαπληθύς γενειάς» πυκνή γενειάδα, Αισχύλ.) 2. πλήρης, πληρέστατος, με πλήρη ήχο («ζαπληθὲς στόμα Μούσης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ πληθής, υπερ πληθής] … Dictionary of Greek
θυμοπληθής — θυμοπληθής, ές (Α) οργίλος, γεμάτος οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. οινο πληθής, πολυ πληθής] … Dictionary of Greek
πολυπληθής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει μεγάλο πλήθος, ο πολυάριθμος («πολυπληθής συγκέντρωση») αρχ. (για άνθρωπο) πληθωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. μυριο πληθής, παμ πληθής] … Dictionary of Greek
ευπληθής — εὐπληθής, ές (Α) αυτός που είναι εντελώς γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ πληθής] … Dictionary of Greek
μεγαλοπληθής — μεγαλοπληθής, ές (Μ) πολυπληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. πολυ πληθής] … Dictionary of Greek
μεγαπληθής — ές (Μ) πολυάριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. πολυ πληθής] … Dictionary of Greek
ομοπληθής — ὁμοπληθής, ές (Α) 1. ίσος κατά το πλήθος, ισάριθμος 2. φρ. «ὁμοπληθῆ εἴδη» μαθημ. σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο πλήθος μονάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ πληθής] … Dictionary of Greek
περιπληθής — ές, Α 1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ ἀγαθή», Ομ. Οδ.) 2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.) 3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο 4. αυτός που είναι πολύ… … Dictionary of Greek
δημιοπληθής — δημιοπληθής, ές (Α) αυτός που χρησιμοποιείται πολύ από τον λαό, που τόν έχει ο λαός με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» + πληθής < πλήθος] … Dictionary of Greek
πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… … Dictionary of Greek