Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολύ-πρᾳος

См. также в других словарях:

  • πολύπραος — ον, Α πάρα πολύ πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρᾶος] …   Dictionary of Greek

  • πανίλεος — ον, Α ηπιότατος, πάρα πολύ πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἵλεος, άλλος τ. τού ἵλεως «ευμενής, πράος, ιλαρός»] …   Dictionary of Greek

  • μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… …   Dictionary of Greek

  • ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… …   Dictionary of Greek

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • κτίλος — κτίλος, ον (AM) ήμερος, πράος, ευπειθής («ἦσαν δὲ κτίλα πάντα καὶ ἀνθρώποισι προσηνῆ», Εμπ.) αρχ. 1. (για τον ιερέα τής Αφροδίτης) αγαπητός, προσφιλής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κτίλος το κριάρι που προπορεύεται τού ποιμνίου 3. φρ. «κτίλα ὤεα» πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • Νιρβάνας, Παύλος — (Μαριανούπολη, Ρωσία 1866 – Αθήνα 1937). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη. Νεαρός εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου σπούδασε γιατρός και υπηρέτησε στο ναυτικό· παράλληλα καλλιέργησε από πολύ νωρίς τα γράμματα ως ποιητής, πεζογράφος και… …   Dictionary of Greek

  • γλυκαίνω — γλύκανα, γλυκάθηκα, γλυκαμένος 1. κάνω κάτι γλυκό: Δε γλύκανα πολύ το σιρόπι για τα μελομακάρονα. 2. μτφ., ανακουφίζω, καταπραΰνω: Τα λόγια σου μου γλύκαναν τον πόνο. 3. αμτβ., γίνομαι γλυκός: Το τσάι γλυκάθηκε γιατί έβαλα μέσα μέλι. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»