-
1 πολύ-πρᾳος
πολύ-πρᾳος, sehr milde; Luc. Tragödop. 134, im superl.
-
2 πολύπρᾳος
-
3 χαλεπός
χαλεπός, schwer, a) lästig, drückend, auch unangenehm, widrig, schädlich, übel; Hom. κεραυνός Il. 14, 417, ἄνεμοι Od. 12, 286, ϑύελλα Il. 21, 335, δεσμός 5, 391, πόνος Od. 23, 250, γῆρας Il. 8, 103, πένϑος Od. 6, 169, ἄλγος 2, 193, ἄεϑλοι 11, 622, χαλεπώτερον ἄλλον ἄεϑλον 11, 624, ἄλη 10, 464; τὰ χαλεπά, Drangsal, Mühsal, Noth, Gefahr, Unglück; δύη Aesch. Spt. 210; χαλεποῦ γὰρ ἐκπνεύματος εἶσι χειμών Suppl. 171; Soph. Trach. 1263; μόχϑοι Eur. El. 1252; συμφορά Hipp. 767, u. öfter; καὶ ἐπίπονος Plat. Rep. II, 364 a; καὶ δεινὸν πάϑος Polit. 308 a; τιμωρία πολὺ χαλεπωτέρα Apol. 39 c; τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος, die Heftigkeit des Windes, Xen. An. 4, 5,4; χαλεπὰ ἦν πάντα Cyr. 4, 1,8; ἡ ἐςβολὴ αὕτη χαλεπωτάτη ἐγένετο τοῖς Αϑηναίοις Thuc. 3, 26; auch μῦϑοι, Od. 17, 395, u. oft ἔπεα; auch χαλεπῷ ἠνίπαπε μύϑῳ, mit hartem Schelt- oder Schmähwort, Il. 2, 245. 17, 141; so ὀνείδεα 3, 438; ὁμοκλαί Od. 17, 189; χαλεπὴ φῆμις ist üble Nachrede, böser Leumund, Od. 14, 239. 24, 201; einzeln auch bei Sp.; vom Menschen, mit dem schwer umzugehen ist, verdrießlich, unwillig, auch hart, feindlich, böse, im Ggstz von ἀγανὸς καὶ ἤπιος, Od. 2, 232. 5, 10; χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν, ἄγριοι 1, 198; 8, 575 χαλεποί τε καὶ ἄγριοι, οὐδὲ δίκαιοι; τινί, gegen Einen, ἀλλ' αἰεὶ χαλεπὸς εἶς δμωσὶν Ὀδυσσῆος 17, 338; vgl. noch χαλεπὸς δέ τις ὤρορε δαίμων 19, 201; ϑεοῦ μῆνις Il. 5, 178, vgl. 12, 624; καὶ δύσκολος Ar. Vesp. 942; Andoc. 4, 36 sagt vom Alcibiades οὕτω χαλεπός ἐστιν, ὥςτε οὐ περὶ τῶν παρεληλυϑότων ἀδικημάτων αὐτὸν τιμωροῦνται, ἀλλ' ὑπέρ τῶν μελλόντων φοβοῦνται; so auch Plat. κριταί Critia. 107 d; Ggstz von πρᾷος, Rep. II, 375 c; ἐχϑρός Xen. An. 1, 3,12; auch von Hunden, 5, 8,24. – b) schwer, schwierig auszuführen, was mit Mühe, Anstrengung od. Gefahr für den, der es unternimmt, verbunden ist, χαλεπόν σε πάντων ἀνϑρώπων σβέσσαι μένος Il. 16, 620, vgl. Od. 20, 313. 23, 81; χαλεπὸν γάρ Il. 19, 80; χαλεπόν τοι Κρονίωνος παισὶν ἐριζέμεναι 21, 184; u. so mit dem inf. auch Od. 4, 651. 11, 156 u. sonst; χαλεπὰ ἔρις ἀντιάσαι Pind. N. 10, 72; χαλεπὸν ἔργον Ar. Lys. 1112; τραχεῖα καὶ χαλεπὴ ὁδός Plat. Rep. I, 328 e; χαλεπὸς προςπολεμεῖν ὁ βασιλεύς Isocr. 4, 138; ἀλλ' οὐ χαλεπόν, das ist ja nicht schwer, Plat. Parm. 126 c; χαλεπὸν ἤρου καὶ παντάπασιν ἄπορον Soph. 237 c; χαλεποὶ ξυγγενέσϑαι εἰσίν Rep. I, 330 c, vgl. Phaedr. 275 b; ο ὐκέτι χαλεπὰ εὑρεῖν Rep. III, 412 b; ἡ ἐςβολὴ χαλεπωτάτη ἐγένετο τοῖς Ἀϑηναίοις Thuc. 3, 26; χαλεπὸς τρέφειν Xen. Cyr. 1, 3,3, u. oft. – Adv. χαλεπῶς, schwer, schwierig; ἔνϑα διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον Il. 7, 424; χαλεπῶς δέ σ' ἔολπα τὸ ῥέξειν 20, 186; Hes. O. 686; – χαλεπῶς ἔχειν, sich übel befinden, ὑπὸ τραυμάτων, ὑπὸ πότου, Plat. Theaet. 142 b Conv. 176 a; schwer sein, Thuc. 3, 53 u. A.; – χαλεπῶς ἔχειν τινί, auf Einen aufgebracht, zornig sein, Xen. An. 6, 2,16. 7, 5,16, wie Plut. T. Graech. 21; ἐπί τινι, über Etwas, Dem. 20, 135 u. A.; auch ἔν τινι, Plut. Timol. 11; – χαλεπῶς φέρειν τι, Etwas übel aufnehmen, graviter ferre, Plat. Conv. 706 d Rep. I, 330 a; Thuc. 2, 16; auch χαλεπωτέρως, 2, 50. 8, 40.
См. также в других словарях:
πολύπραος — ον, Α πάρα πολύ πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρᾶος] … Dictionary of Greek
πανίλεος — ον, Α ηπιότατος, πάρα πολύ πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἵλεος, άλλος τ. τού ἵλεως «ευμενής, πράος, ιλαρός»] … Dictionary of Greek
μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… … Dictionary of Greek
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek
κτίλος — κτίλος, ον (AM) ήμερος, πράος, ευπειθής («ἦσαν δὲ κτίλα πάντα καὶ ἀνθρώποισι προσηνῆ», Εμπ.) αρχ. 1. (για τον ιερέα τής Αφροδίτης) αγαπητός, προσφιλής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κτίλος το κριάρι που προπορεύεται τού ποιμνίου 3. φρ. «κτίλα ὤεα» πιθ.… … Dictionary of Greek
Νιρβάνας, Παύλος — (Μαριανούπολη, Ρωσία 1866 – Αθήνα 1937). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη. Νεαρός εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου σπούδασε γιατρός και υπηρέτησε στο ναυτικό· παράλληλα καλλιέργησε από πολύ νωρίς τα γράμματα ως ποιητής, πεζογράφος και… … Dictionary of Greek
γλυκαίνω — γλύκανα, γλυκάθηκα, γλυκαμένος 1. κάνω κάτι γλυκό: Δε γλύκανα πολύ το σιρόπι για τα μελομακάρονα. 2. μτφ., ανακουφίζω, καταπραΰνω: Τα λόγια σου μου γλύκαναν τον πόνο. 3. αμτβ., γίνομαι γλυκός: Το τσάι γλυκάθηκε γιατί έβαλα μέσα μέλι. 4. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)