Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολύ-πλαγκτος

См. также в других словарях:

  • πολύπλαγκτος — ον, Α 1. αυτός που πλανιέται παντού, που τόν φέρνουν οι περιστάσεις σε πολλά μέρη, από δω κι από κει, πολυπλάνητος (α. «ληιστῆρσι πολυπλάγκτοισι», Ομ. Οδ. β. «πολύπλαγκτον ἀθλίαν oἰστροδόνητον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση 3 …   Dictionary of Greek

  • ηερόπλαγκτος — ἠερόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + πλαγκτος (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ. αλί πλαγκτος, πολυ πλαγκτος] …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτόν — το, Ν βιολ. το σύνολο τών υδρόβιων οργανισμών, τόσο τής θάλασσας όσο και τών γλυκών νερών, οι οποίοι επειδή δεν μετακινούνται ενεργητικά ή είναι πολύ μικροί ή πολύ αδύναμοι για να κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα, απλώς επιπλέουν και παρασύρονται… …   Dictionary of Greek

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»