-
1 πολύ-πλαγκτος
πολύ-πλαγκτος, 1) viel od. weit umher getrieben, -irrend; Od. 17, 425. 511; Ἰώ, Aesch. Suppl. 567; Soph. Ant. 611; im compar., Eur. Herc. F. 1197; sp. D., νόστος Ὀδυσσῆος, Ep. ad. 491 ( Plan. 2921; κέλευϑα, Maneth. 3, 232. – 2) akt., viel in die Irre treibend, weit verschlagend; ἄνεμος, Il. 11, 308; sp. D., κεκρύφαλος, Archi. 5 (VI, 207).
-
2 πολύπλαγκτος
A much-wandering, wide-rouing,ληϊστῆρσι π. Od.17.425
, cf. 511; of 10, A.Supp. 572 (lyr.);π. ἔτεα S.Aj.1.186
(lyr.);οὐκ ἂν εἰδείης ἕτερον.. πολυπλαγκτότερον E.HF 1197
(lyr.).II driving far from one's course,ἄνεμος Il.11.308
(unless in signf. 1.1).—In S.Ant. 615 (lyr.) π. ἐλπίς may be either wandering, uncertain hope, or, misleading, deceitful; cf.πολυπλανής 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπλαγκτος
-
3 πολύπλαγκτος
πολύ - πλαγκτος ( πλάζω): muchwandering, far-roving; ἄνεμος, driving far from the course, baffling, Il. 11.308.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολύπλαγκτος
-
4 πολύπλαγκτος
πολύ-πλαγκτος, (1) viel od. weit umher getrieben, -irrend; (2) act., viel in die Irre treibend, weit verschlagend -
5 πολυπλαγκτος
21) много странствующий или странствовавший(ληϊστῆρες Hom.; Ἰώ Aesch.)
2) заставляющий много блуждать, бросающий из стороны в сторону(ἄνεμος Hom.)
3) вводящий в заблуждение(ἐλπίς Soph.)
См. также в других словарях:
πολύπλαγκτος — ον, Α 1. αυτός που πλανιέται παντού, που τόν φέρνουν οι περιστάσεις σε πολλά μέρη, από δω κι από κει, πολυπλάνητος (α. «ληιστῆρσι πολυπλάγκτοισι», Ομ. Οδ. β. «πολύπλαγκτον ἀθλίαν oἰστροδόνητον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση 3 … Dictionary of Greek
ηερόπλαγκτος — ἠερόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + πλαγκτος (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ. αλί πλαγκτος, πολυ πλαγκτος] … Dictionary of Greek
πλαγκτόν — το, Ν βιολ. το σύνολο τών υδρόβιων οργανισμών, τόσο τής θάλασσας όσο και τών γλυκών νερών, οι οποίοι επειδή δεν μετακινούνται ενεργητικά ή είναι πολύ μικροί ή πολύ αδύναμοι για να κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα, απλώς επιπλέουν και παρασύρονται… … Dictionary of Greek
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek