-
1 πολύ-οπος
πολύ-οπος, viellöcherig (?).
-
2 πολύ-οπος [2]
-
3 ὀπός
Grammatical information: m.Meaning: `plant juice', esp. `the juice of a figtree, used to curdle milk, fig curd' (Ε 902).Compounds: Some compp., e.g. πολύ-οπος `juicy', ὀπο-βάλσα-μον n. `the juice of a balm' (Thphr.) for ὀπὸς βαλσάμιος (alternative explanation by Risch IF 59, 287), thus ὀπο-κάρπαθον (Plin.), - κάλπασον (Gal.), s. Thiselton-Dyer JournofPhil. 34, 305 ff.Derivatives: 1. ὄπιον n. `poppy juice, opium' (Diocl. Fr. 94) with ὀπικός `made from opium' (pap. II--IIIp); 2. ὀπίας ( τυρός) m. `cheese made from milk, curdled with fig juice' (E., Ar.); 3. ὀπώδης (Hp., Arist.), ὀπόεις (Nic.) `juicy'; 4. as PlN Όποῦς (\< - όεις), - οῦντος m. capital of the eastern Locrians (Il., inscr.) with Όπο(ύ)ντιοι m. pl., gen. hοποντίων (Th., inscr.); on the phonetics Schwyzer 253; also rivern., s. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233. 5. ὀπίζω, also w. ἐξ-, `to press out the juice, to curdle with ὀπός' (Arist., Thphr.) with ὀπισμός m. `pressing out of juice' (Thphr., hell. pap.), ὄπισμα n. `pressed-out juice' (Dsc.).Etymology: With ὀπός with Ion. psilosis for *ὁπός (Solmsen Unt. 207; cf. hοποντίων) agrees a Balto-Slav. word for `plant juice etc.', e.g. OCS sokъ `sap', Lith. sakaĩ pl. `resin', like ὀπός to be interpreted as IE. * sokʷos; besides with ini. su̯- Lith. svekas, Latv. svakas, svęki `resin, rubber' (cf. on ὕπνος); polyinterpr. Alb. gjak `blood' (lastly Mann Lang. 26, 386). Lat. sūcus, prob. from * soukos or * seukos, deviates clearly. -- Further analysis w. rich lit. in WP. 2, 515f. (Pok. 1044), W.-Hofmann s. sūcus, Fraenkel s. sakaĩ, Vasmer s. sók.Page in Frisk: 2,405-406Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀπός
-
4 πολύοπος
-
5 πολύοπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύοπος
-
6 ῥίζα
Grammatical information: f.Meaning: `root', also metaph. `origin, stem, base' (Il.).Dialectal forms: Myc. wiriza \/wriza\/.Compounds: Several compp., a.g. ῥιζο-τόμος m. `root-cutter, -gatherer, herbalist', πολύ-ρριζος `having many roots, rich in roots' (Hp., Thphr.).Derivatives: 1. ῥιζίον n. `little root' (Ar., Thphr.), pl. - έα (Nic., - εῖα Al. 265), prob. after ὀστέα beside (Dor.) ὀστία. 2. ῥιζίας m. ( ὀπός) `root juice' (: καυλίας; Thphr.). 3. adj. ῥίζ-ώδης `rootlike' (Thphr., Hero), - ικός `belonging to roots' (Plu.), - ινος `made of roots' ( PHolm.), - αῖος `serving as a base' (Sardes). 4. adv. ῥίζ-ηθεν (A. R.), - όθεν (Nic., Luc.) `out of the root'; - ηδόν `in a rootlike way' (Hld.). 5. verb ῥιζόομαι ( ἐρρίζωται), - όω (- ῶσαι), also w. ἐν-, ἐκ-, κατα- a.o. `to strike root, to root, to provide with roots, to affirm, to consolidate' (Od.; cf. Schwyzer 731, Ure Class Quart. N. S. 5, 226f.) with ῥίζ-ωμα n. `original ground, origin, rootworks' (A., Emp., Thphr.; Porzig Satzinhalte 188f.), - ωσις f. `striking root' (Philol., Thphr. a.o.). -- On ῥίζα and compounds and derivv. extens. Strömberg Theophrastea 5 8 ff.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From Aeol. βρίζα appears PGr. *Ϝρίδ-ι̯α, which differs in vocalism from Lat. rādīx = rād-ī-c-s (with enlarging -c- as e.g. in genetrī-x); in both cases we have a ι̯α-, resp. ī-deriv. of a noun, which is also found in Germ. and Celt.: ONorse rōt f. `root' from PGm. *u̯rōt-, IE *u̯rād-, which may be seen also in Lat. rād-īx (cf. below); beside it, with i-stem and zero grade Goth. waurts, OE wyrt, OHG MHG wurz `herb, root', PGm. *u̯urt-i-, IE *u̯r̥d(-i)-; Celt., e.g. Welsh gwraidd coll. `roots' with ī-suffix but the root vocalism has not been explained. The Germ. and Celt. forms and ῥίζα cannot represent a weak- or reduced grade; in spite of Schwyzer 352 who wants to assume a vowel i representing a reduced grade. (Lat. rādīx, but not ONorse rōt, can represent IE *u̯rHd-, but in other forms there is no laryngeal.) So the foms cannot be explained as yet, and we must reckon with loans. (Vine UCLA Indo-European Studies I 1999, 5-30 does not solve the problem.) -- Toch. B witsako `root' remains to be explained (hypothesis by v. Windekens Lex. étym. s.v.). Further forms w. lit. in WP. 1, 288 Pok. 1167, W.-Hofmann s. rādīx. Cf. ῥάδαμνος, ῥάδιξ. Cf. also NGr. (Rhodos) ῥόζος `root', a cross of ῥίζα and ὄζος `branch' (Hatzidakis Άθ. 29, 180ff.).Page in Frisk: 2,655-656Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥίζα
См. также в других словарях:
ημίοπος — ἡμίοπος, ον (Α) 1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.) 2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα 3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον ἥμισυ»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπος < οπή (πρβλ. πολύ οπος)] … Dictionary of Greek
πολύοπος — ον, Α αυτός που έχει άφθονο χυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀπός «γαλακτώδες υγρό φυτού»] … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
παπαρούνα — Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους … Dictionary of Greek
μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… … Dictionary of Greek
αυλώπις — αὐλῶπις, η (Α) 1. «αὐλῶπις τρυφάλεια» (Όμηρος) περικεφαλαία με σωληνοειδή υποδοχή απ όπου βγαίνει το λοφίο ή με στενή σχισμή για τα μάτια 2. «αὐλῶπις λόγχη» η λόγχη που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ωπις*, θηλ … Dictionary of Greek
νώροψ — νῶροψ, οπος, ό, ή (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός 3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο … Dictionary of Greek
σκολοφόρος — ο, Ν βιολ. καθεμία από τις πολύ εξειδικευμένες δομές οι οποίες καταγράφουν τις αλλαγές τής πίεσης στο σώμα τών εντόμων, αλλ. χορδοτονικό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scolophore < scolopo phore (με απλολογία) < σκόλοψ, οπος +… … Dictionary of Greek
χαρωπός — ή, ό / χαρωπός, ή, όν, ΝΜΑ, και χαροπός, ή, όν, θηλ. και ός, ΜΑ 1. αυτός τού οποίου τα μάτια, το βλέμμα και η έκφραση του δηλώνουν χαρά 2. συνεκδ. εύθυμος, χαρούμενος μσν. αρχ. (κυρίως για αρπακτικά ζώα) αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια και,… … Dictionary of Greek