-
1 πολύ-νοστος
πολύ-νοστος, viel od. oft wiederkehrend (?). – Vom Fleisch, viel Nahrung gebend, Hippocr.; vom Getreide, viel Mehl gebend, nahrhaft, ergiebig, Theophr.
-
2 πολύ-πλαγκτος
πολύ-πλαγκτος, 1) viel od. weit umher getrieben, -irrend; Od. 17, 425. 511; Ἰώ, Aesch. Suppl. 567; Soph. Ant. 611; im compar., Eur. Herc. F. 1197; sp. D., νόστος Ὀδυσσῆος, Ep. ad. 491 ( Plan. 2921; κέλευϑα, Maneth. 3, 232. – 2) akt., viel in die Irre treibend, weit verschlagend; ἄνεμος, Il. 11, 308; sp. D., κεκρύφαλος, Archi. 5 (VI, 207).
-
3 πολύνοστος
πολύ-νοστος, ον,A making much return; of food, very nutritious,σιτία Hp.Vict.2.56
(v.l. -ναστα very compact): [comp] Comp., of seed, producing fuller grain, Thphr.HP8.8.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύνοστος
-
4 πολύνοστος
πολύ-νοστος, viel od. oft wiederkehrend; Vom Fleisch: viel Nahrung gebend; vom Getreide: viel Mehl gebend, nahrhaft, ergiebig -
5 πολυκηδής
πολῠ-κηδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκηδής
-
6 φέρτατος
A bravest, best,πολὺ φ. Il.1.581
, etc.;μέγα φ. 16.21
, cf. Lyr.Alex.Adesp.25, etc.: c. dat. modi,χερσίν τε βίηφί τε φ. ἦσαν Od.12.246
;περὶ δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φ. ἐσσι Il.7.289
;ὄλβῳ φ. Pi.N. 10.13
: of things, κακῶν φέρτατον the best, i.e. least bad, among evils, Il.17.105;λόγοι φ.
best,Pi.
P.5.48;ὄ τι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν Id.O. 7.26
.2 in form φέριστος,ἄνδρα φέριστον Il.9.110
;μὴ φῦναι φέριστον B.5.160
, cf. Pi.Fr. 126 ( φέρτ- cj. Boeckh): mostly voc. φέριστε, Il.6.123, 15.247, Theoc.7.125, etc.;φέριστοι Il.23.409
;φέριστε Καδμείων ἄναξ A.Th.39
;ὦ φ. δεσποτῶν S.OT 1149
;εἶεν, ὦ φ. Pl.Phdr. 238d
;II [comp] Comp. [full] φέρτερος, α, ον, braver, better, of persons,πολὺ φ. Il.4.56
, etc.: c. dat. modi,βίῃ καὶ χερσὶ καὶ ἔγχεϊ φ. 3.431
, cf. Od.6.6;φ. οὐκ ὀλίγον ἔγχει Il.19.217
: c. inf.,θεοὶ.. φέρτεροί εἰσι νοῆσαι Od.5.170
;φ. γόνος πατρός Pi.I.8(7).35
;παῖδα φ. πατρός A.Pr. 768
: of things, ἀγών, νόστος, Pi.O.1.7, P.1.35; πολὺ φέρτερόν ἐστιν 'tis much better, Il.1.169; τί φ. ἢ .. c. inf., B.4.18: c. inf., Od.12.109, 21.154;εἰς τὸ φ. τίθει τὸ μέλλον E.Hel. 346
(lyr.). Adv.,τέττιγος φέρτερον ᾄδεις Theoc.1.148
. (From root φερ- 'bring', 'produce':ἀπὸ τοῦ φέρειν βέλτιον Hsch.
)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φέρτατος
-
7 πολυκηδης
См. также в других словарях:
πολύνοστος — ον, Α (για τρόφιμα ή για σιτηρά) θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νόστος «νοστιμιά» (πρβλ. εύ νοστος)] … Dictionary of Greek
Греческие имена — Ниже приводится список имён греческого происхождения. Многие греческие имена входят в другие языки, но они более популярны среди самих греков. Содержание 1 А 2 В 3 Г 4 Д … Википедия
Список имён греческого происхождения — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей … Википедия
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
έπαλπνος — ἔπαλπνος, ον (Α) γλυκός, προσηνής, ευχάριστος, τερπνός («νόστος... ἔπαλπνος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αλπνός (θετ. βαθμός τού άλπνιστος «ηδύτατος, πολύ εύχάριτος»), τ. που απαντά μόνο στο ανωτέρω σύνθετο] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
νοσταλγώ — (ΑΜ νοσταλγῶ, έω) διακατέχομαι από νοσταλγία νεοελλ. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόστος «επάνοδος, επιστροφή» + ἀλγῶ «πονώ» (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ] … Dictionary of Greek