-
1 πολύῤ-ῥοος
πολύῤ-ῥοος, zsgz. πολύῤῥους, viel, sehr, stark od. reichlich fließend, Sp., wie ποταμός Eumath. 1.
См. также в других словарях:
πολύρρους — ους, και οος, οον, ΜΑ μσν. μτφ. (για λόγο) αυτός που κυλάει, που ρέει («τὸ πολύρρουν τῆς φράσεως», Ευστ.) αρχ. αυτός που ρέει με αφθονία, που έχει πλούσια ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ρροος / ρροῦς (< ῥέω), πρβλ. βαθύ ρρους] … Dictionary of Greek
ναέτωρ — και νάτωρ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ρέων, πολύρρους». [ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω» + επίθημα τωρ (πρβλ. μελέ τωρ < μέλω). Ο τ. νᾱ τωρ < *ναFέτωρ με σίγηση τού F και συναίρεση] … Dictionary of Greek