Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολύχορδος

См. также в других словарях:

  • πολύχορδος — many stringed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύχορδος — η, ο / πολύχορδος, ον, ΝΑ (για μουσ. όργανο) αυτός που έχει πολλές χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύχορδο ηχόμετρο στο οποίο εκτείνονται πολλές χορδές αρχ. 1. (σχετικά με αυλό) αυτός που παράγει, που εκπέμπει πολλές φωνές 2. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • πολυχορδότατον — πολύχορδος many stringed masc acc superl sg πολύχορδος many stringed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύχορδον — πολύχορδος many stringed masc/fem acc sg πολύχορδος many stringed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχορδοτέρῳ — πολύχορδος many stringed masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχόρδοις — πολύχορδος many stringed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχόρδου — πολύχορδος many stringed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχόρδων — πολύχορδος many stringed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχόρδῳ — πολύχορδος many stringed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύχορδα — πολύχορδος many stringed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»