-
1 πολυφραδμοσύνη
6 [suff] πολυφρᾰδ-μων, ον, gen. ονος, = πολυφραδής, A.R.1.1311, Opp.H.4.28, AP9.816, Tryph.455.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφραδμοσύνη
-
2 πολυφραδέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφραδέω
-
3 πολυφραδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφραδής
-
4 πολυφραδία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφραδία
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский