Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολύμοχϑος

См. также в других словарях:

  • πολύμοχθος — much labouring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύμοχθος — η, ο / πολύμοχθος, ον ΝΜΑ αυτός τον οποίο αποκτά κανείς με πολύ μόχθο, που απαιτεί πολύ μόχθο, επίμοχθος, επίπονος (α. «πολύμοχθες προσπάθειες», β. «πολύμοχθο επάγγελμα» γ. «πολύμοχθος Ἀρετὰ γένει βροτείῳ», Αριστοτ.) μσν. αρχ. αυτός που μοχθεί… …   Dictionary of Greek

  • πολύμοχθος — η, ο αυτός που κατορθώνεται με πολλούς μόχθους, ο κοπιαστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυμοχθότερον — πολύμοχθος much labouring adverbial comp πολύμοχθος much labouring masc acc comp sg πολύμοχθος much labouring neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμόχθω — πολύμοχθος much labouring masc/fem/neut nom/voc/acc dual πολύμοχθος much labouring masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμόχθως — πολύμοχθος much labouring adverbial πολύμοχθος much labouring masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύμοχθον — πολύμοχθος much labouring masc/fem acc sg πολύμοχθος much labouring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμόχθοις — πολύμοχθος much labouring masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμόχθου — πολύμοχθος much labouring masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμόχθους — πολύμοχθος much labouring masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμόχθων — πολύμοχθος much labouring masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»